Ανάλυση της Θωμαΐδας Κάββουρα, Υπ. Δρ., Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #4 – Eλληνικό #ΜeToo & δημόσιος λόγος» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →
Το κίνημα #ΜeΤoo έγινε παγκοσμίως γνωστό τον Οκτώβριο του 2017, όταν η ηθοποιός Alyssa Milano ζήτησε μέσω Twitter όσες γυναίκες επιθυμούν να γράψουν #ΜeΤoo σαν απάντηση στο δικό της tweet, εάν έχουν βιώσει σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση, καταγγέλλοντας έτσι τον παραγωγό ταινιών Harvey Weinstein. Λίγες μέρες νωρίτερα, είχε προηγηθεί η δημοσίευση του άρθρου των Jodi Kantor και Megan Twohey στους New York Times, όπου και ανέφεραν δεκάδες ονόματα γυναικών που κακοποιήθηκαν από τον παραγωγό του Hollywood. Στην Αμερική, η φράση «me too» ακούστηκε για πρώτη φορά το 2006, από την αμερικανίδα ακτιβίστρια Tarana Burke, ούσα η ίδια επιζήσασα σεξουαλικής κακοποίησης. Στην Ελλάδα, από τον Ιανουάριο του 2021 και μέχρι πρότινος, καταγράφηκε ένας καταιγισμός ειδήσεων από τα ΜΜΕ και γίναμε αποδέκτες δεκάδων καταγγελιών με αρχική αυτή της χρυσής Ολυμπιονίκη Σοφίας Μπεκατώρου. Ακολούθησαν φοιτήτριες και ηθοποιοί γυναίκες και, όπως ήταν αναμενόμενο, και άνδρες. Στο παρόν κείμενο θα γίνει αναφορά στις κοινωνικές αναπαραστάσεις των ΜΜΕ ως προς τoν χειρισμό τους στις υποθέσεις κακοποίησης των τελευταίων μηνών.
Τα ΜΜΕ θεωρείται ότι διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται μια είδηση, αλλά και η απεικόνιση ατόμων και γεγονότων, μπορούν να επηρεάσουν τις προσωπικές, τις πολιτικές, τις κοινωνικές αντιδράσεις, καθώς και το γενικότερο αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης (Sutherland, Easteal, Holland & Vaughan, 2019, σ. 2). Οι ειδήσεις και οι πληροφορίες αποτελούν βασικούς παράγοντες για τη διαμόρφωση του δημόσιου λόγου διότι αναφέρονται στα τρέχοντα γεγονότα και παρέχουν ένα πλαίσιο για την ερμηνεία τους (Sutherland, McCormack, Pirkis, Vaughan, Dunne-Breen, Easteal & Holland, 2016, σ. 1). Παρατηρώντας την πρώτη υπόθεση της Σ. Μπεκατώρου, τα δημοσιογραφικά Μέσα έσπευσαν να δείξουν την απέχθειά τους προς το ποινικό αδίκημα του βιασμού και την έκπληξή τους για αυτή την «περίεργη» ομοσπονδία που εκμεταλλεύεται αθλητές. Παράλληλα, όμως, με την απέχθεια αναδύθηκαν στερεότυπα και όλοι, μα όλοι οι δημοσιογράφοι, άρχισαν να ρωτούν τα χιλιοειπωμένα ερωτήματα «γιατί τώρα;», «πώς πήρες τη δύναμη τώρα;», «γιατί μετά από τόσο χρόνια;», «γιατί όχι νωρίτερα;» και ακολουθούσαν φράσεις υποτιθέμενης αιτιολογίας «μεταφέρω το ερώτημα κυρίως ανδρών», όπως ειπώθηκε στην κατ’ ιδίαν συνέντευξη της Ολυμπιονίκη.
Στο πονηρό αυτό ερώτημα (καθότι την απάντηση τη γνωρίζουν), αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα συμπαρομαρτούντα ερωτήματα, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον, πριν αρχίσει να απολογείται ως ένοχη η επιζήσασα έμφυλης βίας, να ρωτήσει με το ίδιο θράσος τον/την δημοσιογράφο «γιατί θες να μου φορτώσεις ενοχές, εσύ θα το έλεγες;». Με τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων, τα ΜΜΕ υπαινίσσονται ότι η γυναίκα είναι υπεύθυνη ή τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνη για τη θυματοποίησή της (Lloyd & Ramon, 2017, σ. 122). Ένα τέτοιο ερώτημα που φαινομενικά είναι απλό να απαντηθεί και να προσφέρει τις απαιτούμενες εξηγήσεις από το θύμα, υποσχόμενο στην κοινή γνώμη ότι λέει αλήθεια και δεν έχει ίδιον όφελος, στην πραγματικότητα δεν αποτελεί ένα αντικειμενικό και ουδέτερο ερώτημα. Η αναφορά βίαιων περιστατικών και κυρίως σεξουαλικών κακοποιήσεων από τα ΜΜΕ είναι σύνηθες χαρακτηριστικό των δυτικών κοινωνιών και όταν τίθενται σε ένα δελτίο ειδήσεων με ή χωρίς την παρουσία του καταγγελλόμενου, ο μόνος στόχος που έχουν είναι να εγείρουν συναισθήματα στο κοινό και ενοχές στο θύμα. Συνειδητά ή ασυνείδητα, οι δημοσιογράφοι αναπαριστούν μια πραγματικότητα (Wolf, 2013, σ. 362).
Μερικές μέρες μετά τη δημοσιοποίηση του περιστατικού της κυρίας Μπεκατώρου, δόθηκε λίγη σημασία στις αναφορές φοιτητριών για σεξουαλική παρενόχληση από καθηγητές του ΑΠΘ και έπειτα από λίγο καιρό η είδηση χάθηκε, ήρθαν στο προσκήνιο περιστατικά λεκτικής, σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης από ηθοποιούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι δίνονταν διαφορετικοί χαρακτηρισμοί για τα επώνυμα θύματα και για τους επώνυμους θύτες. Για τους θύτες μιλούσαν για πασίγνωστους, δημοφιλείς, καταξιωμένους και διακεκριμένους ανθρώπους, ενώ για τα θύματα αναφερόταν απλώς η επαγγελματική τους ιδιότητα (τραγουδίστρια ή ηθοποιός). Σε ισχυρισμούς και μαρτυρίες για λεκτική και ψυχολογική βία γινόταν αναφορά στην «έντονη προσωπικότητα» του δράστη και ταυτόχρονα στη σπουδαιότητά του ως ηθοποιός, ως μέσο αντιστάθμισης και υποβίβασης της σημασίας της πράξης του. Τα ενοχικά ερωτήματα παρέμειναν ίδια και γίνονταν οριακά χειρότερα όταν το θύμα ήταν άνδρας. Δημοσιογράφοι ρωτούσαν γιατί το θύμα δεν αντέδρασε με χειροδικία απέναντι στον θύτη ή γιατί δεν κατέθεσε μήνυση. Αυτοδικία και βία ως απάντηση στη βία. Ο δρόμος για να διεκδικήσει ένας άνθρωπος την αξιοπρέπειά του είναι να γίνει θύτης. Άνδρες και γυναίκες τείνουν να συγκρίνουν τις ενέργειες ενός θύματος με αυτό που πιστεύουν ότι θα είχαν κάνει οι ίδιοι σε μια παρόμοια κατάσταση και η κατά φαντασία αντίδραση συνήθως περιλαμβάνει επιθετική αντίσταση, ακόμη και όταν ο δράστης είναι μεγαλόσωμος και δυνατότερος (Dewan, σ. 2018).
Ο λόγος είναι το κυρίαρχο μέσο που δημιουργεί εικόνες και κατευθύνει τα συμπεράσματα της κοινής γνώμης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να συγκαλύψει τη σοβαρότητα ή την αληθινή φύση της βίας που διαπράττεται, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με υπερβολικές λεπτομέρειες για να στρέψει αλλού το βλέμμα και να υποβαθμίσει ή να ελαχιστοποιήσει τις συνθήκες του εγκλήματος (Sutherland κ.ά., 2016, σ. 21). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπόθεση Λιγνάδη. Με αφορμή μαρτυρίες που καταδείκνυαν αισχρές πράξεις και ποινικά αδικήματα προς ανήλικα παιδιά, κυρίως αγόρια, έγινε αναφορά σε επισκέψεις νεαρών αγοριών στο σπίτι του καταγγελλόμενου. Σε αυτή την υπόθεση, δεν έγινε απλώς μετάθεση ευθυνών στο θύμα ρωτώντας «γιατί τώρα;», αλλά και στους γονείς των παιδιών, καθώς με απύθμενο θράσος διατυπώθηκε το εξής: «αυτά τα παιδιά μάνα, πατέρα δεν είχαν;». Τη στιγμή της προφυλάκισης ειπώθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει «το βλέμμα του φόβου, της ανησυχίας και της απόγνωσης […] το νόμισμα έχει δύο όψεις και το #ΜeΤoo έχει φέρει μια επανάσταση, που μπορεί να έχει και παράπλευρα θύματα». Τα ενοχικά ερωτήματα και τα στερεότυπα που εύκολα προέκυψαν κάλυψαν, τόσο τη σύντομη είδηση για κύκλωμα παιδεραστίας που ερευνούταν το 2012 και άφηνε αιχμές ότι συνδέεται με τον καταγγελλόμενο, όσο και τις υποψίες για εμπλοκή ΜΚΟ στις σεξουαλικές κακοποιήσεις των παιδιών. Εντέχνως το βάρος μετατοπίστηκε στον εγκληματία και όχι στο έγκλημα. Το ελληνικό #ΜeΤoo ξαφνικά σταμάτησε με την υπόθεση και την προφυλάκιση Λιγνάδη.
Η δύναμη των ΜΜΕ είναι ότι διαδίδουν μια πληροφορία μαζικά σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μια πανίσχυρη πλατφόρμα από την οποία θα εκπαιδευόταν η κοινωνία (Isaacs & Mthembu, 2018, σ. 480). Αντ’ αυτού διατηρούν την εσφαλμένη αντίληψη ότι τα θύματα είναι υπεύθυνα για τη βία που υφίστανται από τους δράστες και τροποποιώντας τη δική τους συμπεριφορά μπορούσαν να έχουν αποσοβήσει τη διάπραξη του αδικήματος.
Κλείνοντας, θα εκφράσω μια τελευταία σκέψη. Τα ΜΜΕ δεν έδειξαν την ίδια συμπαράσταση, το ενδιαφέρον και την ανατροφοδότηση πληροφοριών στο περιστατικό εκδικητικής πορνογραφίας στο πρόσωπο της Ιωάννας Τούνη. Γιατί άραγε το ελληνικό #ΜeΤoo δεν ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2020, όταν πλήθος κόσμου έσπευσε να την υποστηρίξει με το χαρακτηριστικό hashtag #MeKatheTouni; Μήπως η Ι. Τούνη για πολλούς δεν αγγίζει την κανονικότητα, όπως ορίζεται από την κοινωνία; Δεν είναι παντρεμένη ή έστω χωρισμένη (μετά από γάμο), δεν έχει παιδιά, δεν έχει ένα συνηθισμένο επάγγελμα, παρόλα αυτά της συνέβη κάτι το οποίο θα έπρεπε να ιδωθεί σοβαρά, από τη στιγμή που έχει αποτελέσει αιτία για ειδεχθέστερα εγκλήματα, με πιο πρόσφατο τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη.
Παραπομπές:
Dewan, S. (2018, September 18). Why Women Can Take Years to Come Forward With Sexual Assault Allegations. New York Times.
Isaacs, D. & Mthembu, J. (2018). “I forgive him. It wasn’t easy for him”: social representations of perpetrators of intimate partner violence in the Western Cape Province media, Critical Studies in Media Communication, 35:5, σσ. 468-482, DOI: 10.1080/15295036.2018.1501157.
Lloyd, M., & Ramon, S. (2017). Smoke and Mirrors: U.K. Newspaper Representations of Intimate Partner Domestic Violence, Violence Against Women, 23(1), σσ. 114–139. .
Sutherland, G., McCormack, A., Pirkis, J., Vaughan, C., Dunne-Breen, M., Easteal, P. & Holland, K. (2016). Media representations of violence against women and their children: Final report (ANROWS Horizons, 03/2016). Sydney: ANROWS.
Sutherland, G., Easteal, P., Holland, K. & Cathy Vaughan. (2019). Mediated representations of violence against women in the mainstream news in Australia. BMC Public Health. 19, 502 https://doi.org/10.1186/s12889-019-6793-2. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC6500010/
Wolf, B. (2013). Gender-based violence and the media. Representations of intimate partner violence: Information or disinformation?