Της Ειρήνης Γιαννοπούλου, Πολιτικής Επιστήμονα, μεταπτυχιακής φοιτήτριας Διεθνών Σχέσεων ΕΚΠΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων #1 του ΕΝΑ → 

 Το μικρής εδαφικής επικράτειας κράτος του Λιβάνου στην Ανατολική Μεσόγειο έχει αδιαμφισβήτητα δοκιμαστεί από πλήθος αλλεπάλληλων κρίσεων τις περασμένες δεκαετίες. Τα αίτια και η εξέλιξη των κρίσεων αυτών δεν δύναται να γίνουν αντιληπτά δίχως αναφορά στην περίοδο της γαλλικής αποικιοποίησης[1] των τότε ενιαίων Συρίας και Λιβάνου, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και στις εσωτερικές και περιφερειακές συνέπειες της αποαποικιοποίησης και διάσπασης των περιοχών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιο συγκεκριμένα, η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέτρεψε στις νικήτριες δυνάμεις της Βρετανίας και της Γαλλίας να φέρουν υπό τον έλεγχό τους τα πρώην εδάφη της, κατ’ εντολή της Κοινωνίας των Εθνών, διαμοιράζοντας την περιοχή με τρόπο που εξυπηρετούσε το δικό τους εθνικό συμφέρον, δίχως να ληφθούν υπόψη οι εθνοτικές, θρησκευτικές και ευρύτερα κοινωνικές διαιρέσεις μεταξύ των πληθυσμών. Συνέπειες των πολιτικών αυτών μετά την ανεξαρτητοποίηση ήταν η όξυνση των εσωτερικών διαφορών, η παγίωση του κοινωνικού κατακερματισμού και η διαιώνιση μιας αντιπαλότητας μεταξύ πλήθους πόλων, που ξεπερνούσε τα κρατικά σύνορα και η οποία σταδιακά θα παρείσφρεε και στο θεσμικό και πολιτειακό κενό που είχε αφήσει η αποχώρηση των αποικιοκρατικών ή εγγυητριών δυνάμεων.

Ο Λίβανος είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις για την κατανόηση των παραπάνω. Βασική επιδίωξη των Γάλλων ήταν η διοίκηση της πολυεθνοτικής και πολυθρησκευτικής αυτής περιοχής με επικεφαλής τους  Μαρωνίτες χριστιανούς. Η ίδια λογική ακολουθήθηκε και κατά την αποχώρηση των Γάλλων, όταν κατά το διαχωρισμό της Συρίας και του Λιβάνου δόθηκε στους Μαρωνίτες η εδαφική επικράτεια στην οποία ήταν η πλειοψηφία. Το γεγονός αυτό επέτρεπε στη Γαλλία να έχει έναν ισχυρό πόλο συνεννόησης, ούτως ώστε να συνεχίσει να διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με τον Λίβανο, κι έτσι να επιδιώκει τα εκεί συμφέροντά της, αλλά και για να λειτουργεί ως ανάχωμα στον ολοένα αναπτυσσόμενο αραβικό εθνικισμό, εκφραζόμενο κυρίως από το κίνημα του Παναραβισμού[2]. Σήμερα οι Μαρωνίτες χριστιανοί αποτελούν το 33,7% του συνολικού πληθυσμού, ενώ οι Σηίτες το 30%, όπως και οι Σουνίτες. Μάλιστα, η θρησκευτική πολλαπλότητα του Λιβάνου αναγνωρίζεται και συνταγματικά και αποτυπώνεται στην πολιτειακή οργάνωση, όπου πάντοτε ο Πρόεδρος και Αρχηγός του Κράτους είναι Μαρωνίτης χριστιανός, ο Πρωθυπουργός και Αρχηγός της Κυβέρνησης είναι Σουνίτης μουσουλμάνος και ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου Σηίτης μουσουλμάνος. Στόχος της σύστασης αυτής είναι η επαρκής αντιπροσώπευση όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων της χώρας, η ενίσχυση της μεταξύ τους συνεργασίας σε πολιτειακό επίπεδο και η αποτροπή των μεταξύ τους συγκρούσεων. Επειδή όμως ο Λίβανος δοκιμάζεται διαρκώς από εσωτερικές διαμάχες, τίθεται ζήτημα για το αν τελικά η πολιτική αυτή συγκρότηση, αντί να αμβλύνει το σεκταρισμό, παγιώνει και θεσμοποιεί τις διαιρέσεις, εγκαθιδρύοντας την επικράτηση των εκάστοτε θρησκευτικών κοινοτήτων και των ελίτ τους σε συγκεκριμένες περιφέρειες εντός της χώρας, κατακερματίζοντάς την περισσότερο και παράγοντας ολοένα και πιο αντικρουόμενα συμφέροντα, τα οποία επιτρέπουν και τη διείσδυση περιφερειακών, κρατικών και μη, δρώντων στα εσωτερικά πράγματα του Λιβάνου.

Συνοπτικά[3], μετά το τέλος του Β΄ ΠΠ και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτού και του αραβικού εθνικισμού οδήγησε την ευρύτερη περιοχή σε αλλεπάλληλες διενέξεις, των οποίων οι συνέπειες διαχέονταν σε όλες τις χώρες και τροφοδοτούσαν νέες συγκρούσεις. Στον Λίβανο ο πρώτος καταστροφικός εμφύλιος ξέσπασε το 1975 μεταξύ των οργανώσεων και των ελίτ των Μαρωνιτών χριστιανών και των μουσουλμανικών –κυρίως λαϊκών/κοσμικών με αριστερές αντιλήψεις– οργανώσεων, φίλα προσκείμενων στον αραβικό εθνικισμό, και διήρκεσε δεκαπέντε χρόνια. Κρίσιμη ήταν και η συμμετοχή της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, η οποία αντιστεκόταν στον ισραηλινό επεκτατισμό, ορμώμενη από λιβανέζικα εδάφη. Στον πόλεμο ενεπλάκησαν και η Συρία και το Ισραήλ, υποστηρίζοντας τα χριστιανικά στρατεύματα, με βασικό το Λιβανέζικο Μέτωπο. Το 1982, εν μέσω εμφυλίου, το Ισραήλ εισέβαλε στον Λίβανο με στόχο τη διασφάλιση της ηγεμονίας του στην ευρύτερη περιοχή. Τα ισραηλινά στρατεύματα αποχώρησαν επίσημα από τον Λίβανο το 2000, ενώ ακόμη μια μικρή λωρίδα γης στα νότια σύνορα της χώρας, που την κυριότητά της την έχει το Ισραήλ, είναι διαφιλονικούμενη. Η αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων από τα λιβανέζικα εδάφη έγινε το 2005. Στο πλαίσιο των ανταγωνισμών αυτών και των διαρκών ξένων επεμβάσεων στον Λίβανο, εμφανίστηκε η σηιτική στρατιωτική και πολιτική οργάνωση Χεζμπολάχ. Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου έληξε το 1990, ενώ η διένεξη μεταξύ της Χεζμπολάχ και των ισραηλινών δυνάμεων ξεκίνησε το 2006, με τις επιθέσεις μεταξύ των δύο να συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Οι δύο αυτοί πόλεμοι ήταν μέρος μιας σειράς συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, η οποία καλά κρατεί μέχρι και σήμερα, με το Λίβανο να απορροφά τους κραδασμούς των γύρω διενέξεων – πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα η κρίση στη Συρία – και τον λιβανέζικο λαό να βιώνει τις ολέθριες συνέπειες καθημερινά. Αδιαμφισβήτητη συμβολή στο αίσθημα ανασφάλειας, θυμού και απόγνωσης του λαού του Λιβάνου είχε η σοκαριστική έκρηξη της αποθήκης στο λιμάνι της Βηρυτού το καλοκαίρι του 2020, κατά την οποία σκοτώθηκαν πάνω από διακόσιοι άνθρωποι και τραυματίστηκαν χιλιάδες.

Εικόνα 1: Χάρτης του Λιβάνου, όπου απεικονίζεται η γεωγραφική κατανομή των δρώντων στην ενδοχώρα και στα σύνορα. Πηγή: Balanche and Verdeil, 2015

Το κενό εξουσίας και η αδυναμία της πολιτείας να αναλάβει τις ευθύνες της, η ολοένα ενισχυόμενη διαφθορά και έλλειψη ελέγχου και διαφάνειας, η θεσμική αστάθεια, η κυριαρχία των ελίτ και η χάραξη πολιτικής στη βάση των δικών τους ανταγωνισμών, το προβληματικό μοντέλο διακυβέρνησης και η επέμβαση ξένων δρώντων στις εσωτερικές υποθέσεις είναι μόνο κάποια από τα ζητήματα που ανακύπτουν διαρκώς. Σήμερα είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Γίνεται λόγος για πλήρη κατάρρευση του κράτους του Λιβάνου και για σημαντική απώλεια της κυριαρχίας του, καθώς έχει χάσει το μονοπώλιο της βίας και δεν δύναται να ελέγξει τις ανθρώπινες ροές και τις ανεξέλεγκτες ροές όπλων στο εσωτερικό του και έξω από αυτό. Οι σεκταριστικές συγκρούσεις εντός και οι επιθετικές ενέργειες του Ισλαμικού Κράτους και των ισραηλινών δυνάμεων στη γύρω περιοχή είναι μόνο κάποιοι από τους παράγοντες αστάθειας. Να σημειωθεί εδώ πως ο Λίβανος έχει δεχθεί πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες λόγω του συριακού εμφυλίου, τους οποίους είναι αδύνατο να απορροφήσει και να προστατεύσει. Η οικονομία του Λιβάνου είναι καταρρακωμένη. Τα υπέρογκο χρέος, ο συνεχώς αυξανόμενος πληθωρισμός και η κατακόρυφη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, μεταξύ άλλων, οδήγησαν τη χώρα σε χρεοκοπία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σχεδόν πλήρη έλλειψη τροφίμων, φαρμάκων και ενεργειακών προϊόντων και την άνθηση της μαύρης αγοράς. Εν μέσω πανδημίας, το Σύστημα Υγείας της χώρας υπολειτουργεί και δεν δύναται να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις χωρίς εξωτερική βοήθεια. Παράλληλα, ο Λίβανος ανήκει στις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά διαφθοράς[4], ενώ τα ονόματα πλήθους μελών της πολιτικής σκηνής και των ελίτ του Λιβάνου αναφέρονται στην προσφάτως δημοσιευμένη έρευνα των Pandora Papers, συμπεριλαμβανομένου του Πρωθυπουργού Najib Mikati, αλλά και του ουδόλως κοινωνικά νομιμοποιημένου επικεφαλής της Τράπεζας του Λιβάνου Riad Salameh[5].

Η ελλιπής, αναξιόπιστη και επιφανειακή έρευνα για την απόδοση ευθυνών για την περσινή έκρηξη, οι τραγικές οικονομικές συνθήκες και η κρίση εμπιστοσύνης προς τους κρατικούς θεσμούς και τα πολιτικά πρόσωπα οδήγησαν το λαό του Λιβάνου σε διαρκείς διαδηλώσεις. Πρόσφατη αφορμή για τις διαδηλώσεις αυτές ήταν η φορολόγηση της εφαρμογής WhatsApp, ενώ τα αιτήματα των διαδηλωτών σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την αποκατάσταση της σταθερότητας, την οικονομική ανάκαμψη, τη διεκδίκηση της ασφάλειας και της αξιοπρέπειας, την απόδοση ευθυνών στους ιθύνοντες για την έκρηξη και για τη γενικότερη κατάσταση, την εκκαθάριση της πολιτικής σκηνής από ανεπιθύμητα πρόσωπα, όπως ο καθαιρεθείς πρωθυπουργός Saad Hariri, και την απομάκρυνση των ξένων συμφερόντων. Σε ό,τι αφορά την εξωτερική εμπλοκή, το Ιράν υποστηρίζει με όλα τα μέσα τη σηιτική Χεζμπολάχ, ως ανάχωμα στην αμερικανική και ισραηλινή ηγεμονία, τα γαλλικά λόμπι εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στη λιβανέζικη πολιτική, ενώ άλλες ισχυρές δυνάμεις, όπως η Κίνα, οι ΗΠΑ και η Ρωσία, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το κενό διακυβέρνησης και να εξυπηρετήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στον Λίβανο, καθώς μια πλήρης κατάρρευση της χώρας και μαζικές μετακινήσεις προς τα σύνορά της θα αποτελούσαν πρόκληση για εκείνη.

Η πλήρης αδυναμία της πολιτείας στον Λίβανο να αντιμετωπίσει τις αλλεπάλληλες κρίσεις στο εσωτερικό και να διαχειριστεί την κατάσταση στο ταραγμένο περιφερειακό περιβάλλον κατέστησε απαραίτητη την αρωγή από τη διεθνή κοινότητα[6]. Για την ανάκαμψη της οικονομίας και την αναζωογόνηση των εθνικών ταμείων, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει εξουσιοδοτηθεί από το 2018 να ελέγχει τις οικονομικές πολιτικές της χώρας. Ακόμη, έχει συνταχθεί επιτροπή από τα Ηνωμένα Έθνη για τον Λίβανο (UNSCOL), με αποστολή τη διασφάλιση της πολιτικής και θεσμικής σταθερότητας, την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στα κοινά και την αποτροπή του πολιτικού εξτρεμισμού. Παράλληλα, έχει ιδρυθεί και η Διεθνής Ομάδα Υποστήριξης για τον Λίβανο[7], με μέλη τα Ηνωμένα Έθνη και μονομερείς αποστολές της Κίνας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Ρωσίας, της Ιταλίας, του Συνδέσμου Αραβικών Κρατών και της ΕΕ. Πρωτοβουλίες στο πλαίσιο των ΗΕ συμβάλλουν στην ενεργειακή τροφοδότηση των νοσοκομείων, ενώ έχουν συναφθεί και συμφωνίες για την οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια του Λιβάνου. Αξιοσημείωτες είναι και οι διάφορες συμφωνίες εκτός αυτού του πλαισίου, όπως εκείνη της Χεζμπολάχ με το Ιράν για τη μεταφορά καυσίμου στον Λίβανο, η οποία δεν εγκρίθηκε από την κυβέρνηση, κι έτσι στη χώρα δεν υποβλήθηκαν κυρώσεις από τις ΗΠΑ. Αν αυτό συνέβαινε, οι κυρώσεις αυτές θα προστίθεντο στις ήδη υπάρχουσες αμερικανικές κυρώσεις ως προς μεμονωμένα πρόσωπα της Χεζμπολάχ και κάποιων που σχετίζονταν με αυτά, οι οποίες υποβλήθηκαν από τις ΗΠΑ[8] ως εμπόδιο στους συμμάχους του συριακού καθεστώτος, Ιράν και Ρωσία, αλλά συνέβαλαν ενεργά και στην υποβάθμιση του συνολικού βιοτικού επιπέδου. Τέλος, η πιο πρόσφατη εξέλιξη, της οποίας οι συνέπειες μένει να φανούν, είναι η διπλωματική ένταση μεταξύ των κυβερνήσεων των Μοναρχιών του Κόλπου και του Λιβάνου, λόγω των εξελίξεων στον πόλεμο της Υεμένης και της χρηματοδότησης των σιιτικών ομάδων των Χούθι από τη Χεζμπολάχ.

Κλείνοντας, η εύθραυστη εθνική κυριαρχία, η κρίση εμπιστοσύνης του λαού προς την πολιτεία, η κατάρρευση της οικονομίας, η υπόσκαψη της αξιοπρέπειας και η αύξηση της αστυνομικής και στρατιωτικής βίας, που οδήγησε στην δολοφονία έξι σηιτών διαδηλωτών τον περασμένο μήνα, εντείνοντας τη δυσαρέσκεια της Χεζμπολάχ, έχουν οδηγήσει τον λιβανέζικο λαό σε απόγνωση και ωθούν τη νέα γενιά σε μαζική μετανάστευση. Η παρουσία των διαδηλωτών στο δρόμο όμως είναι δυναμική και συνεπής, διαμορφώνοντας έτσι μια παρακαταθήκη ελέγχου των αρμοδίων για τη λήψη αποφάσεων και μηδενικής ανοχής στη διαφθορά, την αδιαφάνεια και τα προσωπικά και εξωτερικά συμφέροντα. Ο Λίβανος έχει ανάγκη από τη δημιουργία μηχανισμών λογοδοσίας, απόδοσης ευθυνών και δικαιοσύνης και από ευρύτατη μεταρρύθμιση σε θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, με στόχο την ανοικοδόμηση της πολιτειακής και κοινωνικής σταθερότητας. Οι συσχετισμοί στο εσωτερικό, οι ανακατατάξεις ισχύος και οι κρίσεις στο εξωτερικό, αλλά και η βαρύτατη συλλογική μνήμη των πολέμων, εμποδίζουν την αποκατάσταση των δύσκολων αυτών ισορροπιών. Μένει να φανεί αν ο ξεσηκωμένος λαός θα καταφέρει να φέρει την αλλαγή και αν νέες πολιτικές φυσιογνωμίες, με τη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας, θα οδηγήσουν τον Λίβανο σε μια νέα εποχή ασφάλειας και σταθερότητας.

[1] Kassem Ali, “Colonialism and Imperialism: The case of Lebanon”, London School of Economics, April 2018 [https://blogs.lse.ac.uk/mec/2018/04/05/colonialism-and-imperialism-the-case-of-lebanon/]

[2] Κίνημα για την αραβική ενότητα, που στηριζόταν στον αραβικό εθνικισμό, δηλαδή την πεποίθηση πως όλοι οι αραβόφωνοι πληθυσμοί πρέπει να συσπειρωθούν υπό ένα ενιαίο και ανεξάρτητο κράτος. Εκδηλώθηκε στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής ήδη από το 19ο αιώνα.

[3] Best A., Hanhimaki J., Maiolo J., Schulze K., International History of the 21st Century and Beyond, New York, Routledge, 2015, σ. 467-497

[4] Transparency International, Corruption Perceptions Index, Lebanon [https://www.transparency.org/en/cpi/2020/index/nzl]

[5] Al Jazeera, “Pandora Papers: Lebanon PM Mikati says family wealth legal”, 5/10/2021 [https://www.aljazeera.com/news/2021/10/5/pandora-papers-lebanon-pm-mikati-says-family-wealth-legal]

[6] United Nations Security Council, Monthly Forecast Report, Lebanon, Οκτώβριος 2021, σ. 25

[7] Statement of the International Support Group for Lebanon, 22 September 2021 [https://unscol.unmissions.org/sites/default/files/isg_statement_22_09_21-english.pdf]

[8] Η αμερικανική νομοθεσία που προβλέπει τις κυρώσεις σε Συρία και Λίβανο ονομάζεται Caesar Syria Civilian Protection Act και προωθήθηκε από την κυβέρνηση Trump το 2019.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  • Al Jazeera, “Pandora Papers: Lebanon PM Mikati says family wealth legal”, 5/10/2021
  • Best A., Hanhimaki J., Maiolo J., Schulze K., International History of the 21st Century and Beyond, New York, Routledge
  • Kassem Ali, “Colonialism and Imperialism: The case of Lebanon”, London School of Economics, April 2018
  • Statement of the International Support Group for Lebanon, 22 September 2021 Transparency International, Corruption Perceptions Index, Lebanon
  • United Nations Security Council, Monthly Forecast Report, Lebanon, Οκτώβριος 2021