Ανάλυση του Γιάννη Μυλωνά, Αναπληρωτή Καθηγητή Μέσων και Επικοινωνίας, National Research University Higher School of Economics, Μόσχα – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #8», που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →
Σε μια συγκυρία για την Ελλάδα και τον κόσμο εξαιρετικά δυσοίωνη, με ηγεσίες εξαιρετικά κοντόφθαλμες και ανεπαρκείς, βαλτωμένες σε εθνικιστικές ρητορίες και επιδιώξεις, διαπλεκόμενες με τοπικές και διεθνείς οικονομικές ολιγαρχίες, με την πολιτική να χαράσσεται με θεσμικά πλαίσια αρτηριοσκληρωμένα από τις νεοφιλελεύθερες δοξασίες της «ελεύθερης αγοράς», υποστηριζόμενες από ακροδεξιά δόγματα «τάξης και ασφάλειας», το ζήτημα της περιβαλλοντικής καταστροφής και της κλιματικής αλλαγής παραμένει επιτακτικό και απαιτεί την ανάληψη άμεσης και συλλογικής δράσης.
Πέρα από τα επιστημονικά του δεδομένα και τη χάραξη πολιτικής, χρειάζεται να εξετάσουμε τους όρους με τους οποίους τίθεται το οικολογικό ζήτημα στη δημόσια και την πολιτική διαβούλευση. Παρόλο που η επιτακτικότητά του αναγνωρίζεται γενικά, το οικολογικό πρόβλημα, όσο και η λύση του, τίθενται συχνά στη δημοσιότητα, τόσο με όρους ατομικιστικούς, όσο και σε ένα “αναπτυξιακό” πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι αφενός, «είμαστε υπεύθυνοι» γενικά «όλοι/ες» για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος λόγω της συμμετοχής μας στον καταναλωτικό τρόπο ζωής και γι’ αυτό πρέπει («όλοι/ες») να αλλάξουμε τις συνήθειές μας (σαν να έχουν όλοι την ίδια αγοραστική δύναμη ή την ίδια επίδραση), αφετέρου ότι οι όποιες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να θίξουν τους αναπτυξιακούς στόχους των εθνικών οικονομιών και της παγκόσμιας οικονομίας γενικά. Η προστασία του περιβάλλοντος και τα μέτρα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής υποτίθεται πως θα πρέπει να είναι συγχρόνως και αναπτυξιακά, προκειμένου να διασφαλιστεί αύξηση του ΑΕΠ, κάτι που συμβατικά μεταφράζεται στην ανάπτυξη δυνατοτήτων ευημερίας. Με άλλα λόγια, η οικονομία, η «ελεύθερη αγορά» και η οικονομική ανάπτυξη δεν θα υπονομευτούν από τα όποια μέτρα παρθούν από το κράτος υπέρ του περιβάλλοντος. Το νεοφιλελεύθερο κράτος πρωτίστως οργανώνει τους όρους λειτουργίας της «ελεύθερης αγοράς». Επομένως, τα άτομα επιφορτίζονται με την εξεύρεση κάποιων ατομικών πρακτικών, φιλικών προς το περιβάλλον, ενώ οι όποιες περιβαλλοντικές παρεμβάσεις δεν θα πρέπει να θίγουν στο ελάχιστο την ελευθερία του επιχειρείν και των πολιτικών οικονομικής ανάπτυξης.
Πώς όμως μπορεί κανείς, ακόμα και σε ατομικό επίπεδο, να ζήσει έναν οικολογικά βιώσιμο βίο, όταν ακόμα και οι ίδιες οι δυνατότητες ανακύκλωσης απορριμμάτων είναι εξαιρετικά περιορισμένες -όχι μόνο από άποψη υποδομών- και διαμεσολαβούνται από τη λογική και τους στόχους της αγοράς και του οικονομικού ανταγωνισμού; Για παράδειγμα, πώς μπορεί να γίνει το ανακυκλωμένο πλαστικό πιο ανταγωνιστικό οικονομικά από το καινούριο πλαστικό -του οποίου η παραγωγή είναι πολύ φτηνότερη-, τη στιγμή μάλιστα που τα περισσότερα είδη πλαστικού δεν είναι ανακυκλώσιμα, ή που η ανακύκλωσή τους συχνά παράγει πλαστικό ακατάλληλο για χρήση (π.χ. τοξικό για συσκευασίες τροφίμων) (New Greenpeace Report, 2022). Επιπλέον, η οικονομική ανάπτυξη συνεπάγεται τη χρήση περισσότερων πόρων -πρώτων υλών και ενέργειας- για την αύξηση της παραγωγής, τη διεύρυνση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων, την εντατικοποίηση της εργασίας και του ανταγωνισμού, τη διεύρυνση της εμπορευματοποίησης, τη διαρκή «τόνωση» της κατανάλωσης, την αύξηση των απορριμμάτων κ.ο.κ. Έτσι, με όρους αγοράς, οι όποιες οικολογικές παρεμβάσεις του κράτους έχουν εξαιρετικά μετριοπαθείς στόχους και πολύ περιορισμένα αποτελέσματα. Οι λύσεις που προτείνονται, στην καλύτερη περίπτωση, δίνουν μόνο μικρή παράταση στις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Με βάση τα παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε πως το βασικό πρόβλημα είναι η ίδια η υπάρχουσα οικονομία όπως δομείται στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου η διαρκής και με κάθε κόστος ανάπτυξη αποτελεί όρο ύπαρξής του. Απέναντι στην ιδεολογία και τις πολιτικές της οικονομικής ανάπτυξης, ο Γιώργος Καλλής, καθηγητής πολιτικής οικολογίας, και οι συνεργάτες του αναπτύσσουν τη θεωρία της αποανάπτυξης, μια θεωρία που έχει αποκτήσει πολλούς φίλους και συγχρόνως έχει δεχτεί αρκετές επικρίσεις (Giorgos Kallis & Vansintjan, 2018). Ο ίδιος ο όρος της αποανάπτυξης είναι ανταγωνιστικός ως προς την ηγεμονία της ανάπτυξης και των προσπαθειών να τη συντηρήσουν, έστω και με ένα «βιώσιμο» ή «πράσινο» προσωπείο. Σύμφωνα με την κριτική πολιτική οικονομία (Harvey, 2014), η τάση για διαρκή και αυξανόμενη ανάπτυξη του κεφαλαίου αποτελεί την πιο ειδεχθή αντίφαση του καπιταλισμού, σε έναν πλανήτη με περιορισμένους πόρους και σε ένα παγκοσμιοποιημένο πολιτικοοικονομικό σύστημα που διέπεται από βαθιές ανισότητες.
Όπως εξηγούν, παρόλο που κάθε παραγωγικό μοντέλο παράγει συχνά πλεονάσματα, η διαχείριση και η διανομή των όποιων πλεονασμάτων διαφέρει. Ο καπιταλισμός στοχεύει στην αύξηση των πλεονασμάτων τα οποία και διαρκώς επανεπενδύει ώστε να υπάρξει εκ νέου αύξηση-ανάπτυξη των δραστηριοτήτων συσσώρευσης κεφαλαίου, δημιουργώντας ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε κάποιους ώστε να επιβληθούν στην αγορά, να προεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε άλλα πεδία κ.ο.κ. Η ανάπτυξη επομένως αποτελεί κεντρικό διακύβευμα του καπιταλισμού και της ύπαρξής του και λειτουργεί και ως αυτοσκοπός και ιδεολογία για τη συντήρηση του συστήματος, παρότι οι θυσίες που απαιτούνται από λαούς και χώρες (βλ. Ελλάδα της νεοφιλελεύθερης λιτότητας), αλλά και τα ίδια τα «κέρδη» της ανάπτυξης λειτουργούν μόνο για λίγους. Πιο γενικά, οι φούσκες χρέους, οι «ανούσιες δουλειές» (κατά τον Ντέηβιντ Γκρέμπερ), η κατανάλωση που οδηγείται από στρατηγικές μάρκετινγκ, η διαρκής εμπορευματοποίηση των πάντων (μέσω «επενδύσεων»), μεταξύ άλλων, αποτελούν όψεις της λογικής της οικονομικής ανάπτυξης. Επομένως, πέραν των οικολογικών προβλημάτων, η οικονομική ανάπτυξη στην κυρίαρχη εκδοχή της βρίσκεται στη βάση άλλων προβλημάτων, όπως η φτώχεια, η πολιτισμική υποβάθμιση και η αλλοτρίωση. Η θεωρία της αποανάπτυξης υποστηρίζει τη ριζική απεμπολή του αναπτυξιακού πρόσημου της οικονομίας (όχι μόνο καπιταλιστικής, μα και γενικότερα) και τη ριζική μετατόπισή της σε μια κατεύθυνση πιο κοινωνική, συμμετοχική, οικολογική και δημοκρατική. Μια τέτοια μετατόπιση προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την αλλαγή κλίμακας, δηλαδή τη σμίκρυνση της οικονομίας, τη δικαιότερη διανομή του πλεονάσματος, την αλλαγή των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δραστηριοτήτων και σχέσεων, τόσο σε τοπικό, όσο και σε διεθνές πλαίσιο. Για να αποαναπτυχθεί η οικονομία, θα πρέπει να παράγουμε και να δουλεύουμε λιγότερο, να μοιραζόμαστε περισσότερο, να οργανώνουμε τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις σχέσεις μας σε άλλη κλίμακα και με άλλους όρους, αλλά και να καταναλώνουμε σε μια άλλη λογική. Ο δρόμος προς αυτήν την κατεύθυνση, βέβαια, δεν είναι απλός και εμπεριέχει πολλές αντιφάσεις, τις οποίες η θεωρία της αποανάπτυξης προσπαθεί να απαντήσει. Η κατανομή του βάρους που θα προέκυπτε από τις διαδικασίες της αποανάπτυξης, οι αλλαγές συμπεριφορών, επιθυμιών, σχέσεων, παραγωγικών και διανεμητικών μοντέλων και θεσμών χρήζουν στοχασμού, διαβούλευσης και χάραξης πολιτικών στρατηγικών, τόσο από τα πάνω, σε κρατικό επίπεδο, όσο και από τα κάτω, σε επίπεδο κοινωνικών οργανώσεων, κινημάτων, ατόμων. Η αποανάπτυξη έχει, τόσο κοινωνικό, όσο και πολιτικό χαρακτήρα. Αφορά τη μετάβαση σε ένα μετά-καπιταλιστικό και σοσιαλιστικό οικονομικό μοντέλο το οποίο θα στηρίζεται στη συνεργατική και αλληλέγγυα δραστηριότητα από τα κάτω.
Πιο συγκεκριμένες προτάσεις συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίση χρέους της Ευρωζώνης, όταν ο Καλλής και οι συνεργάτες του ανέπτυξαν δέκα σημεία-ιδέες που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από ριζοσπαστικά κόμματα της Αριστεράς ώστε να προωθηθούν πολιτικά, σε μια συγκυρία κρίσιμη, όσο και γόνιμη, για την κοινωνικοπολιτική καρποφορία νέων ιδεών, οραμάτων και ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, παρόλο που, όπως σημειώνουν, προκρίθηκαν τελικά συμβατικές νεοκεϋνσιανές προτάσεις απέναντι στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, οι οποίες συμβάδιζαν με τα αναπτυξιακά θέσφατα. Τα σημεία αυτά συνοψίζονται στα εξής: κατάργηση του χρέους (εκτός αυτού όσων έχουν πολύ μεγάλα εισοδήματα), δραστική μείωση του χρόνου εργασίας (σε τουλάχιστον 32 ώρες εβδομαδιαίως), κατοχύρωση του βασικού κατώτατου και ανώτατου μισθού, επιβολή «πράσινου φόρου» στα ανώτερα εισοδήματα, διακοπή κρατικής χρηματοδότησης σε ρυπογόνες δραστηριότητες (π.χ. σε υποδομές ιδιωτικών μεταφορών, σε εξορυκτικές δραστηριότητες), πολιτικοοικονομική υποστήριξη της κοινωνικής και αλληλέγγυας δραστηριότητας, ανακατασκευή και ανανέωση των υπαρχόντων κτιρίων και διακοπή του χτισίματος νέων, ελαχιστοποίηση της διαφημιστικής δραστηριότητας, θεσμοθέτηση περιβαλλοντικών ορίων (π.χ. σχετικά με τη χρήση ορυκτών καυσίμων), απεμπολισμό του ΑΕΠ και της αντικατάστασής του από άλλους δείκτες μέτρησης της ευημερίας.
Κάποια από αυτά τα μέτρα που αφορούν την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα και την υιοθέτηση στόχων προς την κλιματική ουδετερότητα τα είδαμε να υιοθετούνται σε ευρωπαϊκό και έπειτα σε εθνικό επίπεδο, ως απάντηση στην εντεινόμενη κλιματική κρίση (π.χ. Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία). Ωστόσο, χωρίς παράλληλη αλλαγή του παραγωγικού και οικονομικού μοντέλου εν γένει, δεν είναι αρκετά, κάτι που αποδεικνύουν οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Για να αποτελέσει διέξοδο, το ζήτημα της αποανάπτυξης θα πρέπει να έχει διεθνή βάση και προοπτική, προκειμένου να μην συσσωρεύονται αντιφάσεις που προκύπτουν από τις διαφορετικές κλίμακες παραγωγής, αλλά και γιατί τα ζητήματα που υπόσχεται να λύσει η αποανάπτυξη έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα. Υπό αυτήν την έννοια, η θεωρία και το πρόταγμα της αποανάπτυξης δεν αφορούν μόνο την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μα και της φτώχειας, της κοινωνικοπολιτικής αλλοτρίωσης και της υποβάθμισης της δημοκρατίας, προσφέροντας μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση για τη διαμόρφωση ενός νέου συλλογικού οράματος για ένα καλύτερο μέλλον, μετά τον καπιταλισμό και τον εθνικισμό.
Αναφορές:
New Greenpeace Report: Plastic recycling is a dead-end street—Υear after year, plastic recycling declines even as plastic waste increases (2022). Διαθέσιμο στο https://www.greenpeace.org/usa/news/new-greenpeace-report-plastic-recycling-is-a-dead-end-street-year-after-year-plastic-recycling-declines-even-as-plastic-waste-increases/
Harvey, D. (2014). Seventeen contradictions and the end of capitalism. Oxford University Press.
Kallis, G. & Vansintjan, A. (eds) (2018). In defense of degrowth: Opinions and manifestos. Uneven Earth Press.