Ανάλυση του Θωμά Γούμενου, Διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 37ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ →

Σε τροχιά οριστικοποίησης της πολιτικής της για τη μετανάστευση και το άσυλο φαίνεται πως έχει εισέλθει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής που είναι σε εξέλιξη (25-26 Μαρτίου) πιθανώς να καθορίσουν και τον χρονικό ορίζοντα της διαδικασίας αυτής, η οποία εμπλέκει σε σημαντικό βαθμό την Τουρκία. Τα κεντρικά –και διασυνδεόμενα– επίδικα από τα οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό αυτή η πολιτική είναι, πρώτον, η τύχη της πρότασης της Κομισιόν για το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο και, δεύτερον, οι αλλαγές που θα υπάρχουν στην ανανεωμένη Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας.

Η πρόταση για το Νέο Σύμφωνο παρουσιάστηκε από την Κομισιόν στα τέλη Σεπτεμβρίου[1]. Παρότι είχαν εκφραστεί προσδοκίες ότι οι συζητήσεις μεταξύ των κρατών-μελών θα οδηγούσαν σε μια τελική συμφωνία επί του Συμφώνου ως τη λήξη της γερμανικής Προεδρίας, κάτι τέτοιο τελικά δεν συνέβη. Το τελευταίο διάστημα, πάντως, παρατηρείται αναθέρμανση των διεργασιών. Στις 15 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε ανεπίσημη τηλεδιάσκεψη με τη συμμετοχή των Υπουργών Εξωτερικών και των Υπουργών Εσωτερικών των 27 χωρών για να συζητήσουν το Νέο Σύμφωνο και ειδικότερα τη λεγόμενη «εξωτερική» διάσταση. Η διάσταση αυτή αφορά στη σχέση της ΕΕ με τις κύριες χώρες προέλευσης και διέλευσης μεταναστών και προσφύγων, και παρότι περιλαμβάνει αναφορές στην ανάγκη αντιμετώπισης των συνθηκών που δημιουργούν πρωτογενώς την ανάγκη της μετανάστευσης, το βάρος πέφτει στον προσδιορισμό «καρότων» και «μαστιγίων» προς τις τρίτες χώρες προκειμένου να εμποδίσουν τις ροές.

Επιπλέον, το Σαββατοκύριακο 20-21 Μαρτίου συναντήθηκαν στην Αθήνα οι Υπουργοί του «Med 5», των πέντε μεσογειακών χωρών που αποτελούν τις χώρες πρώτης υποδοχής. Αναμενόμενα, αν και όχι σε ιδιαίτερα συγκρουσιακούς τόνους, ζήτησαν την ενίσχυση της υποχρεωτικότητας στην κατανομή των προσφύγων, στοιχείο που αναφέρεται στη διάσταση της «αλληλεγγύης» της πρότασης της Κομισιόν. Ακόμα, η Επίτροπος Ι. Γιόχανσον θα επισκεφθεί τη Δευτέρα 29 Μαρτίου τη Λέσβο, όπου θα συναντηθεί με τους επικεφαλής της τοπικής αυτοδιοίκησης, προφανώς σε μια προσπάθεια προώθησης της νέας «πρότυπης» δομής υποδοχής στο νησί.

Ως προς το δεύτερο διακύβευμα, η πιθανότητα ανανέωσης της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας αποτελεί κομμάτι,  το πλέον φλέγον για πολλές χώρες της ΕΕ, των ευρυτέρων ευρωτουρκικών σχέσεων· σε αυτές περιλαμβάνονται βέβαια οι κινήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και οι σχέσεις της με την Ελλάδα και την Κύπρο. Στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αποκλιμάκωσης των ευρω-τουρκικών τριβών (βλέπε την επανέναρξη των διερευνητικών με την Ελλάδα, αλλά  και την τηλεδιάσκεψη Μακρόν-Ερντογάν), σχετιζόμενης πιθανότατα με έναν ευρύτερο «φιλοδυτικό» ελιγμό του Ερντογάν (βλέπε πρόσφατες κινήσεις αποκατάστασης των σχέσεων με την Αίγυπτο και την Σαουδική Αραβία), την Παρασκευή 19 Μαρτίου οι επικεφαλής της ΕΕ Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και Σαρλ Μισέλ συνομίλησαν με τον Ταγίπ Ερντογάν, προαναγγέλλοντας μάλιστα επίσκεψη στη γείτονα χώρα. Η συζήτησή τους αφορούσε όλο το φάσμα των ευρωτουρκικών σχέσεων, το οποίο άλλωστε είναι στην ατζέντα της Συνόδου Κορυφής και για το οποίο ενημερώθηκαν και οι ευρωπαίοι ΥΠΕΞ από τον Ζ. Μπορέλ στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της 22ας Μαρτίου.

Στο πλαίσιο των παραπάνω, το γεγονός ότι η Έκθεση Μπορέλ χαρακτηρίζει εύθραυστη, αλλά βελτιωμένη την κατάσταση στην Αν. Μεσόγειο, καθώς και ο τρόμος των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στο ενδεχόμενο επανάληψης της «κρίσης» του 2015 -μια ψοφοδεής στάση η οποία κάνει εφικτή την ίδια την ωμή «εργαλειοποίηση» του προσφυγικού από την Τουρκία[2]– καθιστά εξαιρετικά πιθανή την ανανέωση της Κοινής Δήλωσης πέντε χρόνια μετά την υπογραφή της. Βάσει αυτού του σεναρίου, η Τουρκία (που φιλοξενεί μακράν τον μεγαλύτερο προσφυγικό πληθυσμό στον κόσμο) θα λάβει σημαντική οικονομική βοήθεια με έμφαση στην ένταξη ή και επιστροφή των Σύριων προσφύγων (και υποσχέσεις για ζητήματα όπως η βίζα),  με αντάλλαγμα τη δέσμευση της για αποτελεσματική εκπλήρωση του ρόλου του εξωτερικού φρουρού. Πιθανολογείται ότι σε αυτήν την ανανεωμένη συμφωνία η Τουρκία θα δεχθεί την επιστροφή προσώπων όχι μόνο από τα νησιά του Αν. Αιγαίου, αλλά από  το σύνολο της χώρας, κάτι που θα επέτρεπε τη δυνατότητα άρσης του γεωγραφικού περιορισμού, μια κάποια ύφεση της στρατικοποιημένης αντιμετώπισης των ροών στο Αιγαίο (ένθεν και ένθεν) και την ανάκτηση μεγαλύτερων βαθμών ελευθερίας στη διαχείρισης του προσφυγικού από την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση.

Προς το παρόν, πάντως, το τελικό κείμενο συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής προσπάθησε να διατηρήσει τις ισορροπίες της Έκθεσης Μπορέλ καλώντας την Τουρκία να συνεργαστεί «για την προστασία των συνόρων, την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και τις επιστροφές παράτυπων μεταναστών και των απορριφθέντων αιτούντων άσυλο προς αυτήν, σύμφωνα με την Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας, που  εφαρμόζεται  χωρίς διακρίσεις», επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την «ανταμοιβή» της Άγκυρας εφόσον επιδεικνύει στάση «συμμόρφωσης».

Η πιθανή ανανέωση της ευρωτουρκικής συμφωνίας θα διευκολύνει και την κατάληξη του Νέου Συμφώνου της ΕΕ για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Εν προκειμένω, η εφαρμογή της υποχρεωτικής κατανομής των αιτούντων άσυλο θα ήταν η βέλτιστη εκδοχή -για τις νησιωτικές κοινωνίες, τη χώρα συνολικά και τους ίδιους τους πρόσφυγες και μετανάστες. Δυστυχώς, η εκδοχή αυτή φαίνεται εξαιρετικά μακρινή· το πιθανότερο είναι το Σύμφωνο να κινείται στη φοβική και φοβισμένη λογική της πρότασης της Κομισιόν.

[1] Για μια πρώτη ανάλυση της πρότασης βλ. την ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ 

[2] Βεβαίως, παρά τα ανακριβώς ή υποκριτικώς λεγόμενα (από εγχώρια και ευρωπαϊκά χείλη), η εργαλειοποίηση μαζικών μεταναστευτικών ροών κάθε άλλο παρά ασυνήθιστη είναι διεθνώς καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο (βλέπε K. Greenhill, 2016, “Migration as a Weapon in Theory and in Practice”, Military Review, 96(6): 23-36.