Του Γιάννη Μυλωνά, Αναπληρωτή Καθηγητή Μέσων και Επικοινωνίας, National Research University Higher School of Economics, Μόσχα – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ 6», που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →
Ο όρος «αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός» χρησιμοποιείται συχνά για την ερμηνεία διαφόρων κυβερνήσεων και των πολιτικό-ιδεολογικών χαρακτηριστικών τους, τα οποία παρουσιάζονται σε πολλές χώρες εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον. Παρόλο που τα χαρακτηριστικά του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού διαφέρουν από χώρα σε χώρα, αυτός συνοψίζεται στην υπεράσπιση και την επέκταση των μηχανισμών της «ελεύθερης αγοράς» μέσα από πολλαπλές μορφές νομικής θέσπισης, δημόσιους λόγους και κατασταλτικές πρακτικές. Αυτά με τη σειρά τους εκφράζονται με τον περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων και των δυνατοτήτων δημόσιας διαβούλευσης, την επέκταση των καταστατικών πρακτικών και της αστυνόμευσης, αλλά και την παράλληλη εστίαση σε συντηρητικές αξίες που μπορεί να σχετίζονται με την επίσημη θρησκεία, τον εθνικισμό και την εθνική ομοιογένεια, την πατριαρχική οικογένεια ή τον μιλιταρισμό. Επιμέρους χαρακτηριστικά αποτελούν οι εκτεταμένες νεποτιστικές πρακτικές και ο έλεγχος του δημόσιου λόγου. Ο αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός εκδηλώνεται επίσης και με την επιθετική και μισαλλόδοξη στάση απέναντι σε λαϊκές διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις αλλά και στην αριστερή κυρίως αντιπολίτευση. Σύμφωνα με μελετητές του φαινομένου, ο αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί μέσω ενός συνόλου διοικητικών, νομικών και καταναγκαστικών μηχανισμών που προληπτικά μονώνουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, περιορίζοντας τις δυνατότητες της λαϊκής αντίστασης ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό (Bruff, 2014, σ. 116). Επιπλέον, χαρακτηρίζεται από την κλιμάκωση της τάσης του κράτους να χρησιμοποιεί κατασταλτικές και νομικές (αλλά και εξωνομικές) λογικές και πρακτικές που λειτουργούν εκφοβιστικά και προκαταβολικά, συμπληρωμένες από έναν «ενισχυμένο κρατικό έλεγχο σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής… (και τη) δρακόντεια και πολύμορφη περικοπή των λεγόμενων θεσμικών ελευθεριών» (Borsuk κ.ά., 2021, σ. 15∙ Poulantzas, 1978/2014, σσ. 203–204).
Σε ένα γενικό πλαίσιο, ο αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός προκύπτει σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και ύφεσης, προκειμένου να αναδιαρθρωθεί η οικονομία με τους όρους της ανάπτυξης του κεφαλαίου, σε βάρος της εργασίας. Πράγματι, το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται σε μια εποχή παρατεταμένης οικονομικής κρίσης όπου οι δημοκρατικές και προοδευτικές διαστάσεις πολιτικών που προηγουμένως συμβάδιζαν με τους όρους της ελεύθερης αγοράς παύουν να είναι παραγωγικές και «αναπτυξιακές».
Ο έλεγχος των ΜΜΕ αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την επιτυχημένη προέλαση των πολιτικών του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού. Στο ελληνικό μιντιακό σύστημα, που χαρακτηρίζεται ως πολωμένο-πλουραλιστικό σύμφωνα με την ταξινόμηση των Hallin και Mancini (2004), ο έλεγχος προκύπτει τόσο από τον κυβερνητικό έλεγχο των δημόσιων ΜΜΕ όσο και από την θέσπιση διατάξεων φιλικών στις επιδιώξεις των ιδιωτικών ΜΜΕ. Επιπρόσθετα, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ και των πολιτικό-ιδεολογικών κατευθύνσεων τους διαδραματίζει τον δικό του ρόλο στον έλεγχο της πληροφορίας. Παράλληλα, στο πεδίο του διαδικτύου, η διασπορά αντίστοιχων λόγων μέσα από φιλικά προσκείμενους χρήστες κοινωνικών μέσων δικτύωσης αλλά και η αγορά διαφημιστικού χώρου από τις πλατφόρμες που μονοπωλούν το διαδίκτυο, αποτελούν δύο ακόμα διακριτά στοιχεία.
Στην Ελλάδα, ο αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός άρχισε τυπικά να προελαύνει στις αρχές του 2010, μέσα από τις πολιτικές λιτότητας, των ιδιωτικοποιήσεων και της καταστολής που προήγαγε η ΕΕ και η λεγόμενη Τρόικα για την Ελλάδα της κρίσης, τις οποίες και ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις της χώρας από τότε. Χαρακτηριστικό στοιχείο της περιόδου αυτής ήταν η απαξίωση της λαϊκής κυριαρχίας και βούλησης και η εστίαση σε κυβερνήσεις τεχνοκρατών και οικονομολόγων που υποτίθεται πως γνώριζαν καλύτερα από το εκλογικό σώμα το τι χρειάζεται να γίνει και τι πολιτικές θα πρέπει να ακολουθηθούν ώστε να βγει η χώρα από την κρίση, «να ξεπεράσει τις παθογένειες της» και να «επιστρέψει» στην «τροχιά της ανάπτυξης». Την περίοδο αυτή, η πολιτική πόλωση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς στην Ελλάδα άρχισε να βαθαίνει ξανά. Η υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου το καλοκαίρι του 2015 από την κυβέρνηση που ηγήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η αύξηση των προσφυγικών ροών από το 2015 και έπειτα, αποτέλεσαν σημαντικά σημεία αναφοράς για την ελληνική Δεξιά, προκειμένου να διεκδικήσει εκ νέου την εξουσία και να επιχειρήσει να εκτοπίσει και να περιθωριοποιήσει την κοινωνική και πολιτική δυναμική της Αριστεράς. Ο σχετικά επιτυχημένος προσεταιρισμός (από τη ΝΔ) της λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στη συνέχιση της νεοφιλελεύθερης λιτότητας από μια αριστερή κυβέρνηση πραγματοποιήθηκε τόσο μέσα από την κεφαλαιοποίηση πολιτικών αποτυχιών (η αναποτελεσματική διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ με την Τρόικα) και άλλων κρίσεων (π.χ. η τραγωδία στο Μάτι) που βάρυναν την κυβέρνηση του Σύριζα, όσο και μέσα από τη δαιμονοποίηση της Αριστεράς γενικότερα, τόσο από δεξιές και αντιδραστικές λογικές (που προήγαγαν εθνικιστικά, εμφυλιοπολεμικά πάθη), όσο και από ταξικές και τεχνοκρατικές (σχετικές με τη λεγόμενη «αριστεία»).
Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη φαίνεται πως συγκεντρώνει κομβικά χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζεται «αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός». Αυτά συνίστανται στη θέσπιση ενός πλήθους νόμων που διέπονται από τις λογικές της ελεύθερης αγοράς, προωθώντας ολιγοπωλειακά συμφέροντα και περιορίζοντας τις δυνατότητες δημοκρατικής διαβούλευσης αλλά και τις προοπτικές ανάπτυξης κοινωνικοπολιτικών αντιστάσεων στον νεοφιλελευθερισμό. Παράλληλα, στο κοινωνικό πεδίο, η κυβέρνηση της ΝΔ επιδιώκει τη συντηρητικοποίηση και αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας, μέσα από ένα ευρύ φάσμα λόγων, πρακτικών και νομοθετήσεων.
Τα ελληνικά ιδιωτικά ΜΜΕ, τα οποία υπάγονται σε ομίλους επιχειρήσεων που ανήκουν και ελέγχονται από μεγάλες οικογένειες της ελληνικής αστικής τάξης που παραδοσιακά πρόκειται στη ΝΔ, υπερπροέβαλαν τις κρίσεις που αντιμετώπισε η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τις ελλείψεις της, σμιλεύοντας παράλληλα το επικοινωνιακό προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη και την προοπτική της διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα του, με περίπου μεσσιανικούς όρους, όπως είναι γενικά γνωστό. Η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη χρησιμοποίησε με ιδιαίτερα επιθετικό, αλλά και επιδέξιο τρόπο, τόσο τις ήττες του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία όσο και τις δυνατότητες των ΜΜΕ – «παραδοσιακών» και «νέων» – και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για προπαγανδιστικούς λόγους, κάτι που στέφτηκε από την εκλογική επιτυχία της ΝΔ τον Ιούλιο του 2019. Η επικοινωνιακή αυτή στρατηγική διατηρήθηκε και εντάθηκε στα χρόνια της διακυβέρνησης της ΝΔ που ακολούθησαν, μέχρι και σήμερα. Σχηματικά, χαρακτηρίζεται από τη θετική πλαισίωση της κυβέρνησης της ΝΔ στα «παραδοσιακά» ΜΜΕ και της διατήρησης μιας απυρόβλητης και «ατσαλάκωτης» εικόνας του πρωθυπουργού, την υπερ-προβολή των θέσεων της κυβέρνησης και των μελών της, και την υπο-παρουσίαση, συνήθως με αρνητικούς όρους, των θέσεων της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα δε της Αριστεράς. Η θετικότητα αυτή προκύπτει από τον κυβερνητικό έλεγχο της ΕΡΤ (με τον διορισμό του πρώην επικοινωνιακού διευθυντή της ΝΔ στη θέση του προέδρου της ΕΡΤ), την οικονομική στήριξη ενός πλήθους μέσων στο πλαίσιο της πανδημίας (μέσα από τη γνωστή «λίστα Πέτσα»), αλλά και την προαγωγή άλλων ευνοϊκών για τα ιδιωτικά μέσα ρυθμίσεων, σχετικών για παράδειγμα, με την αδειοδότηση των ιδιωτικών τηλεοπτικών μέσων.
Παρόλες τις κρίσεις και τις πολύμορφες αποτυχίες της διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, τα ΜΜΕ φαίνεται να επιμένουν στη διαρκή θετική αποτίμηση της κυβέρνησης και των πολιτικών της, με τρόπο μονοδιάστατο και μανιχαϊστικό, συχνά αναπαράγοντας μια ψευδεπίγραφη λογική του «μη χείρον βέλτιστον». Η φιλοκυβερνητική στάση των ελληνικών ΜΜΕ αποτελεί οργανικό τμήμα των μηχανισμών και των πολιτικών της εγχώριας μορφής του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού. Αυτό δεν συνίσταται μόνο στη μονοδιάστατη αναπαράσταση των κυβερνητικών πολιτικών με θετικούς όρους και την υποτίμηση των μη-νεοφιλελεύθερων λόγων και πολιτικών. Συνίσταται, επίσης, στην αναπαραγωγή συντηρητικών, αντι-αριστερών, ξενοφοβικών, ρατσιστικών, εθνικιστικών, αλλά και πατριαρχικών και σεξιστικών λόγων και θεαμάτων, που εν δυνάμει εγείρουν φοβικά, αντί-πολιτικά, και εν γένει συντηρητικά αντανακλαστικά στην κοινωνία. Συγχρόνως, θα πρέπει κανείς να προσθέσει και τη διάχυση ψευδεπίγραφων ειδήσεων και λόγων, μη-λογικών αιτιάσεων, και θυμικών εξάρσεων που χαρακτηρίζουν πολλές από τις πρακτικές των ΜΜΕ στην Ελλάδα (1), αλλά και αλλού. Στα κοινωνικό-ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής μας, η δραστηριότητα των ΜΜΕ με τέτοιους όρους αποσκοπεί στην υποβάθμιση της ποιότητας του κοινωνικού διαλόγου, στη διάλυση της κριτικής ισχύος της δημοσιότητας και στην προοπτική της παγίωσης των ιδεολογικό-πολιτικών χαρακτηριστικών της κυβέρνησης της ΝΔ. Σε συνδυασμό με το πλήθος των αυταρχικό-νεοφιλελεύθερων νομικών διατάξεων και μεταρρυθμίσεων που έχουν ψηφιστεί από τη ΝΔ αλλά και με την ένταση και αναβάθμιση των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών, τα ΜΜΕ συντονίζονται με μια ηγεμονική στρατηγική της ΝΔ που αποβλέπει στη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας και την περιθωριοποίηση της Αριστεράς. Το τελευταίο, άλλωστε, αποτελεί και ένα διακαή πόθο της ακροδεξιάς πτέρυγας της σημερινής κυβέρνησης (2).
Σημειώσεις:
- Ενδεικτικά, πολλές από τις συχνές τοποθετήσεις του Άδωνη Γεωργιάδη στα ΜΜΕ: Γεωργιάδης για ακρίβεια: Το Σάββατο που πήγα σούπερ μάρκετ με έβγαλαν 7 σέλφι – Ο κόσμος είναι ώριμος και καταλαβαίνει∙ Α.Γεωργιάδης: «Για το ακριβό ρεύμα φταίει ο Β.Πούτιν και η Αριστερά – Δεν μειώνουμε την τιμή γιατί είστε πλούσιοι∙ Γεωργιάδης: Επιμένω ότι η Αριστερά ευθύνεται για την ακρίβεια στην ενέργεια – Κάθε φορά κάποιοι μουρλοί σταματούν τα έργα για φτηνό ρεύμα
- Ενδεικτικά, Βορίδης: Βαρίδι η αριστερά στη πρόοδο της κοινωνίας.
Παραπομπές:
Borsuk İ., Dinç P., Kavak S., Sayan P. (2022). Consolidating and Contesting Authoritarian Neoliberalism in Turkey: Towards a Framework. Στο Borsuk İ., Dinç P., Kavak S., Sayan P. (επιμ.) Authoritarian Neoliberalism and Resistance in Turkey. Palgrave Macmillan, Singapore.
Daniel C. H. & Paolo M. (2004). Comparing Media Systems: Three Models of Media and Politics. Cambridge: Cambridge University Press.
Poulantzas, N. (1978/2014). State, Power, Socialism. London: Verso.