Ανάλυση της Ελένης Γεωργίου, MSc Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #1» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →

Κατά τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας οι εξελίξεις στη ΝΑ Μεσόγειο εντατικοποιήθηκαν και ακολούθησαν τις συναφείς εξελίξεις στη σκακιέρα της Μέσης Ανατολής, όπως αυτές διαδραματίζονται τα τελευταία 9 χρόνια. Εκ των πραγμάτων προεξέχον γεγονός στις πολιτικές συζητήσεις αποτελεί η διένεξη Ελλάδας-Τουρκίας. Αυτό αφορά την κυβέρνηση αλλά και την αντιπολίτευση. Τα ελληνοτουρκικά παραδοσιακά απασχολούν τον δημόσιο διάλογο με συναινέσεις, διαφοροποιήσεις, αλλά πάνω από όλα με γνώμονα το «εθνικό συμφέρον». Εθνικό συμφέρον το οποίο, όπως φαίνεται, γίνεται έρμαιο της επικοινωνιακής διαχείρισης της κυβέρνησης και των ΜΜΕ.

Πράγματι, η ανησυχία η οποία διέπει την Πολιτεία, τα πολιτικά κόμματα, την κοινή γνώμη αλλά και τον Τύπο, πηγάζει από συγκεκριμένα γεγονότα του τελευταίου διαστήματος. Οι στρατηγικές κινήσεις της Τουρκίας εντατικοποιούνται και η Ελλάδα ψάχνει το βάδισμά της στη γεωπολιτική ανακατάταξη που συντελείται στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Μεσόγειο. Ειδικά σε μία εποχή όπου οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις αναστατώνουν ολόκληρο τον πλανήτη και η άλλοτε «παγκόσμια ισορροπία» φαίνεται να έχει διαρραγεί. Κατά πολλούς, οι εξελίξεις στη γεωπολιτική θυμίζουν τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, με το μοίρασμα των ζωνών του πλανήτη σε σφαίρες επιρροής μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, όπου κύριο ρόλο -σε πρώτη φάση τουλάχιστον- διαδραματίζουν και περιφερειακές δυνάμεις (όπως η Τουρκία).

Ο καθ’ ύλην αρμόδιος για να συμμετέχει στα υπό εξέλιξη γεγονότα και στις όποιες διαπραγματεύσεις, είναι η ελληνική κυβέρνηση. Με γνώμονα το «εθνικό συμφέρον» αλλά και την προάσπιση της σταθερότητας στην περιοχή, μιας και η Ελλάδα είναι, παραδοσιακά, όχι μία χώρα με δύναμη ισχύος, αλλά με διαπραγματευτικό χαρτί τη συνεισφορά της στη σταθερότητα και την εμβάθυνση των διακρατικών και περιφερειακών σχέσεων. Η νέα ελληνική κυβέρνηση λοιπόν, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, παρέλαβε μία κληρονομιά από τους προκατόχους της, η οποία περιλαμβάνει την ανάπτυξη διάφορων παρεμβάσεων στα της περιφέρειάς μας. Μία κυβέρνηση όμως, η οποία φαίνεται να έχει μία δική της ατζέντα στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Όπως δικαιούται άλλωστε, στη βάση της λαϊκής κυριαρχίας και όπως επιτάσσει το Σύνταγμα της χώρας. Θα δικαιωθεί; Τα καταφέρνει; Η ιστορία θα δείξει.

Σε αυτό το σημείο εισέρχεται και ο ρόλος των ΜΜΕ. Ποια είναι η σημασία τους για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής; Στη θεωρητική τους βάση, τα ΜΜΕ επηρεάζουν τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής επειδή, κατά κύριο λόγο, η εκάστοτε εξουσία ενδιαφέρεται για τον τρόπο κάλυψης των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, τα οποία διαχειρίζεται, και φυσικά για τον βαθμό νομιμοποίησης αυτών από την κοινή γνώμη. Στην παρούσα φάση επιχειρείται η παρουσίαση της Νέας Δημοκρατίας και του Κ. Μητσοτάκη, ως των απόλυτων κυρίαρχων του γεωπολιτικού παιχνιδιού. Αυτό δεν ξεκίνησε χτες. Ο φιλικός προς τη Νέα Δημοκρατία Τύπος δίνει τη μάχη με όλες του τις δυνάμεις να καλλιεργήσει στην κοινή γνώμη το αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας προς την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά κυρίως προς το πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος παρουσιάζεται ως το απόλυτο και επιτυχημένο brand name. Αργά και σταδιακά, από τον χρόνο που η Νέα Δημοκρατία βρισκόταν στη θέση της αντιπολίτευσης, τα media διαμόρφωναν την κοινή γνώμη, παρουσιάζοντας τον Κ. Μητσοτάκη ως τον μόνο άνθρωπο που μπορεί να αλλάξει ριζικά το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Ομοίως και αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τη Νέα Δημοκρατία, ο Τύπος προσπάθησε και πέτυχε σε μεγάλο βαθμό να εδραιώσει τη γνώμη αυτή, με θετικά αποτελέσματα. Αλλά εκεί που τα media εξάντλησαν τη θετική ρητορική τους, για το πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη, ήταν αναμφίβολα τα ελληνοτουρκικά.

Ο συμπολιτευόμενος Τύπος, λοιπόν, παρουσιάζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει ξεκινήσει δυναμικά, να συμμετέχει σε συνδιασκέψεις με υπογραφές για μεγαλόπνοα σχέδια αγωγών (East Med), να ταξιδεύει πολύ, να βρίσκεται σε αναβρασμό. Την επικοινωνιακή παρουσίαση της κυβέρνησης αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά, έχει αναλάβει η πλειοψηφία του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου. Και εκεί τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «έξω πάμε καλά». Αυτή την εντύπωση αποκομίζει ο αναγνώστης. Για τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, ο Κ. Μητσοτάκης είναι ο παράγοντας σταθερότητας. Είναι ο άνθρωπος που θα δώσει λύση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής που ταλανίζουν διαχρονικά τη χώρα μας. Η προσέγγιση του Τύπου προς το πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά ζητήματα γίνεται με όρους προσωποποίησης. Συγκεντρώνει δηλαδή τις επιτυχίες της κυβέρνησης και της ελληνικής διπλωματίας στο πρόσωπό του. Ο Κ. Μητσοτάκης γίνεται το πρόσωπο των διαπραγματεύσεων και συγκεντρώνει τις αξίες του «ικανού» ηγέτη απέναντι στον «προκλητικό» Ερντογάν.

Ας τα δούμε όμως πιο αναλυτικά. «Η Ελλάδα με συντονισμένες κινήσεις απομυθοποίησε τα όσα λέγονταν για την τουρκική διπλωματία», μας ενημερώνει ο Ελεύθερος Τύπος στο κύριο άρθρο του στις 27/12/19. Και συνεχίζει: «Η Άγκυρα έχει απομονωθεί διεθνώς και οι σπασμωδικές κινήσεις του Ερντογάν είναι αποτέλεσμα της πίεσης που δέχεται το τελευταίο διάστημα από όλους τους βασικούς παίκτες της παγκόσμιας σκακιέρας. […] Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης πέτυχε στη Σύνοδο Κορυφής να περιληφθεί στο ψήφισμα των Ευρωπαίων ηγετών η καταδίκη των παράνομων πράξεων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και να εξουδετερωθεί νομικά η ψευδοσυμφωνία με την κυβέρνηση της Λιβύης. […] Η Ελλάδα διπλωματικά έχει πετύχει τις κατάλληλες συμφωνίες προκειμένου να αναχαιτίσει τον επεκτατισμό της Τουρκίας και να στείλει τα κατάλληλα μηνύματα στην άλλη πλευρά του Αιγαίου». Θρίαμβος. Η Τουρκία απομονώθηκε, ο Ερντογάν κάνει σπασμωδικές κινήσεις και ο Κ. Μητσοτάκης επιτυγχάνει τη στήριξη των διεθνών και ευρωπαϊκών δρώντων. Με ποιο τρόπο συντελέστηκε αυτό, δεν μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει ο αρθρογράφος. Λίγες μέρες αργότερα, το κύριο άρθρο του Ελεύθερου Τύπου στις 02/01/2020, κινείται στο ίδιο μοτίβο: «Στα εθνικά θέματα η Ελλάδα είναι πια θωρακισμένη […] στο εσωτερικό της χώρας έχει σφυρηλατηθεί κλίμα ενότητας. […] ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κινηθεί σε όλα τα επίπεδα προκειμένου να απομονωθεί διπλωματικά η Τουρκία και η Ελλάδα να έχει στο πλευρό της τον διεθνή παράγοντα». Αναρωτιέται κανείς, πότε πρόλαβε η χώρα και θωρακίστηκε στα εθνικά θέματα; Αφού μέχρι τις 6 Ιουλίου η Ελλάδα φυλλορροούσε και η εθνική συνοχή κρεμόταν από μία κλωστή, όπως μας ενημέρωνε εκτενέστατα ο τύπος. Αυτό που γίνεται αντιληπτό από την επικοινωνιακή διαχείριση του Τύπου, είναι η συστηματική καλλιέργεια και οικοδόμηση εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά ούτε στους προκατόχους του, ούτε στα κεκτημένα των προηγούμενων κυβερνήσεων αναφορικά με τη διπλωματική τους στρατηγική. Τώρα η Ελλάδα είναι θωρακισμένη, για ποιο λόγο να το συζητήσουμε εκτενέστερα; Την ίδια μέρα τα Νέα στο κύριο άρθρο τους έχουν ακόμα πιο αισιόδοξη άποψη: «Απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, προκλητικότητα που δεν περιορίζεται πλέον μόνο στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η χώρα μας έχει κάθε λόγο να διατηρήσει τη στάση της ήρεμης δύναμης. Και να τείνει κάποια στιγμή στην απομονωμένη και ενδεχομένως ταπεινωμένη Τουρκία χείρα φιλίας. Αυτό επιβάλλει η πλεονεκτική θέση στην οποία αρχίζει να βρίσκεται». Θρίαμβος ξανά. Αλλά το ερώτημα παραμένει. Είναι ο Κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του, η απάντηση σε κάθε ερώτηση; Αν πιστέψουμε την ίδια και τον Τύπο είναι πολύ πιθανό, αφού όλες οι ενέργειες για τα εθνικά θέματα παρουσιάζονται ως «one-man show», του ικανού και απόλυτα επιτυχημένου Κ. Μητσοτάκη.

Με τον ερχομό του νέου έτους, η διπλωματική δραστηριότητα της χώρας έγινε πιο έντονη. Συγκεκριμένα, στις 02/01/2020 υπεγράφη η Διακυβερνητική Συμφωνία για τον αγωγό φυσικού αερίου EastMed, μεταξύ της Ελλάδας, της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ισραήλ. Είναι μία ακόμη διπλωματική κίνηση που προκάλεσε τους διθυράμβους του φιλοκυβερνητικού Τύπου. Ο Θ. Μαυρίδης σε άρθρο του στο liberal.gr στις 02/01/2020, σημειώνει: «η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν εξαντλείται σε αδιέξοδες ρητορικές. Προχωρά σε ουσιαστικές πράξεις κατοχύρωσης των εθνικών μας δικαιωμάτων, όπως είναι η υπογραφή του EastMed και την ίδια ώρα προσπαθεί να διατηρήσει ανοικτούς τους δίαυλους επικοινωνίας με την τουρκική πλευρά». Το κύριο άρθρο των Νέων της ίδιας μέρας αναφέρει: «Η συμφωνία για τον EastMed στέλνει επίσης ένα ηχηρό μήνυμα στην Άγκυρα. Κι αυτό είναι πως ο ενεργειακός πλούτος δεν διεκδικείται με λεονταρισμούς, επιδείξεις ισχύος, μονομερείς ενέργειες και προκλήσεις. Ρυθμίζεται με διαπραγματεύσεις που καταλήγουν σε συμφωνίες επωφελείς για όλους, οι οποίες εξασφαλίζουν την πρόοδο, την ευημερία και την ανάπτυξη όλων των χωρών της περιοχής. Κι αυτό δεν είναι παρά ένα μήνυμα ειρήνης». Όχι αδιέξοδες ρητορικές λοιπόν, αλλά παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας η Ελλάδα. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο. Οι κινήσεις Μητσοτάκη στην εξωτερική πολιτική είναι χειρουργικές, διασφαλίζουν το εθνικό συμφέρον και κάνουν την Ελλάδα κυρίαρχη χώρα στη Μεσόγειο. Πόσο κοντά στην αλήθεια είναι αυτά τα συμπεράσματα; Αν προσθέσουμε στον συλλογισμό μας ότι η γεωπολιτική σκακιέρα στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή είναι διαρκώς υπό αίρεση, αμφισβήτηση και αλλαγή, είναι σώφρον να γίνονται τέτοιες δηλώσεις και τέτοιες αναλύσεις; Η απάντηση δεν είναι ποτέ εύκολη.

Η διπλωματική δραστηριότητα κορυφώνεται με την επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, με προεξέχον γεγονός τη συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντ. Τραμπ. Εδώ πλέον κορυφώνεται και το εγκώμιο που πλέκει ο Τύπος προς το πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη. Ας δώσουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα: «Τον Λευκό Οίκο επισκέφθηκε χθες ο πρωθυπουργός μιας χώρας που, αντίθετα από τη γειτονική της Τουρκία, δεν συνηθίζει να επιδίδεται σε λεονταρισμούς ούτε διακατέχεται από σύνδρομα μεγαλομανίας. Η Ουάσινγκτον αναγνωρίζει επομένως στην Αθήνα μία πολύτιμη σύμμαχο στρατευμένη σε ένα σύστημα αξιών βασικός άξονας του οποίου είναι η συνύπαρξη και η συνεργασία. Αναγνωρίζει μια πολύτιμη σύμμαχο την οποία μπορεί να εμπιστευτεί αλλά συγχρόνως σέβεται. Και μία σύμμαχο που διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην κατεύθυνση της επίλυσης των προβλημάτων της ευρύτερης περιοχής» (Φιλελεύθερος, 08/01/2020). Οι αναφορές για την ικανότητα του Κ. Μητσοτάκη κορυφώνονται και η ικανότητά του στην πολιτική διπλωματία γενικεύονται και σταθεροποιούνται. Τα Parapolitika.gr αναφέρονται στις 07/01/2020, στην «εντυπωσιακή επιστροφή της Ελλάδας μετά και την έξοδο από τη δεκαετή κρίση έκανε λόγο ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στο πλαίσιο της συνάντησής του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη». Συνεπώς η επιτυχία του Κ. Μητσοτάκη έχει αρχίσει να διαφαίνεται και στο επίπεδο της οικονομίας και καλλιεργείται η αίσθηση ότι είναι αυτός που βγάζει αργά αλλά σταθερά τη χώρα από τη βαθιά κρίση της δεκαετίας. Εντυπωσιακό και συνάμα άδικο για τις θυσίες των Ελλήνων πολιτών θα επεσήμανε κανείς, αλλά δεν έχει καμία σημασία μπροστά στην επιτυχία του ονόματος «Κ. Μητσοτάκης». Τέλος, το protothema.gr, στις 08/01/2020, επισημαίνει: «Επιβεβαιώθηκαν (σ.σ. στη συνάντηση Μητσοτάκη- Τραμπ) οι Ελληνικές προσδοκίες για μια ισχυρή αναγνώριση του ιδιαίτερου γεωπολιτικού ρόλου που διαδραματίζει η χώρα μας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ως Περιφερειακή δύναμη σταθερότητας […] τόσο στη συνάντηση όσο και στις συνομιλίες που ακολούθησαν, αρμόδιες πηγές επισημαίνουν ότι επανεπιβεβαιώθηκε το άριστο επίπεδο των διμερών σχέσεων που, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, διάγουν την καλύτερή τους φάση».

Το τελευταίο διάστημα, λόγω και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων και της πίεσης από την πλευρά της Τουρκίας, η πολιτική ατζέντα μετατοπίστηκε προς το ζήτημα του προσφυγικού. Η κυβέρνηση άλλαξε ελαφρώς τη ρητορική της, ωστόσο συνέδεσε το προσφυγικό με το ελληνοτουρκικό ζήτημα. Οι λόγοι για τους οποίους παρατηρήσαμε αυτή την αλλαγή είναι τόσο πολιτικοί όσο και επικοινωνιακοί και έχει σημασία να αναλύσουμε ξεχωριστά και τον ρόλο των ΜΜΕ. Τα παραδείγματα από τις διθυραμβικές δηλώσεις υπέρ του Κ. Μητσοτάκη από μερίδα του Τύπου είναι πολλά και παραπάνω δώσαμε κάποια ενδεικτικά. Και μας κάνει να αναλογιζόμαστε κατά πόσο βοηθά το τόσο προβεβλημένο εθνικό συμφέρον. Για μία μικρή χώρα, όπως η δική μας, είναι φυσικά θετικό να παίζει ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις και να έχει τη δυνατότητα να θέτει τα αιτήματά της ισότιμα στους διεθνείς οργανισμούς. Αλλά η ακατάσχετη θριαμβολογία και η παρουσίαση του Κ. Μητσοτάκη ως «εθνικού Μεσσία» συντελεί περισσότερο αρνητικά παρά θετικά στον δημόσιο διάλογο. Όχι μόνο για τη διεθνή μας διπλωματία, αλλά και για το επίπεδο ενημέρωσης και πληροφόρησης του πολίτη. Σε κάθε περίπτωση τα ΜΜΕ είναι (ή θα έπρεπε να είναι) φορείς ελέγχου της εξουσίας και όχι άκριτος χειροκροτητής της.