Ανάλυση της Κατερίνας Νικολοπούλου, Διδάκτορα Κοινωνικής Ψυχολογίας, Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και της Έλενας Ψυλλάκου Διδάκτορα Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας, Τμήμα ΠΕΔΔ, ΕΚΠΑ – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #1» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →
Συμβαίνει συχνά στον πολιτικό λόγο οι ίδιες λέξεις να χρησιμοποιούνται με διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο και να λειτουργούν περισσότερο ως το «σύνθημα» μιας πολιτικής θέσης ή, όπως μας διδάσκουν κριτικές προσεγγίσεις στη μελέτη του λόγου, ως μετέωρα ή μηδενικά σημαίνοντα που μετατρέπονται σε εργαλεία άσκησης εξουσίας. Κάτι τέτοιο μας θυμίζει το περίφημο σύνθημα «επιστροφή στην κανονικότητα» που επικράτησε στις εκλογές του Ιουλίου 2019 και προσδιόριζε τους πρώτους μήνες της πολιτικής της νέας κυβέρνησης της ΝΔ – τουλάχιστον μέχρι τις πρόσφατες «κρίσεις» του προσφυγικού και του κορονοϊού που μένει να δούμε πώς θα επηρεάσουν αυτήν την «επιστροφή» μας. Το δίπολο «κρίση – κανονικότητα» δεν είναι φυσικά καινούριο σχήμα στον δημόσιο λόγο, όμως κάθε φορά επιστρέφει για να υπηρετήσει διαφορετικές στρατηγικές στο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού. Έτσι λοιπόν σε μια συγκυρία όπου ο κυβερνητικός λόγος βάζει στην ημερήσια ατζέντα την «κανονικότητα» ως υπόσχεση της πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος, στρεφόμαστε στο μιντιακό οικοσύστημα όχι για να καταγράψουμε τις αναφορές σε αυτήν την έννοια, αλλά για να διερευνήσουμε πρακτικές «κανονικότητας» στους τρόπους με τους οποίους ο δημοσιογραφικός λόγος σχολιάζει την πολιτική.
Αφετηρία μας είναι η υπόθεση πως η κανονικότητα ως «περιγραφή» συναρθρώνεται με προνομιακά κανονιστικά πολιτισμικά πλαίσια και τρόπους κατανόησης της πολιτικής συγκυρίας σε ένα σύστημα πολιτισμικής ηγεμονίας. Τέτοιου είδους συσχετισμούς θα αναζητήσουμε στον λόγο δύο δημοσιογράφων με μακρά παρουσία και επιρροή στο ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο, της Όλγας Τρέμη και του Νίκου Χατζηνικολάου. Η επιλογή να εστιάσουμε σε αυτούς τους δύο δημοσιογράφους-σχολιαστές για αυτήν την ανάλυση στηρίζεται επίσης στο ότι την περίοδο που μας ενδιαφέρει η παρουσία τους στο τηλεοπτικό πεδίο σηματοδοτεί την «επιστροφή» συμβολικών πόρων μιας προηγούμενης, «προ-κρισιακής, κανονικής» περιόδου. Πιο συγκεκριμένα, εκπροσωπώντας έναν όμιλο που τα λεγόμενα χρόνια της «κρίσης» (2009-2016) μας έκανε να ξανασυζητήσουμε για τις τεχνικές της προπαγάνδας στο ελληνικό μιντιακό τοπίο -και δεν ήταν ο μόνος-, η Όλγα Τρέμη ανήκε σε ένα σύνολο δημοσιογράφων και σχολιαστών που κατά κανόνα (ανα)παρήγαγαν λόγους υπέρ των πολιτικών λιτότητας, καθώς και αρνητικά φορτισμένες αφηγήσεις της κρίσης. Μετά από περίπου 4 χρόνια απουσίας, η δημοσιογράφος επέστρεψε στους τηλεοπτικούς δέκτες, αναλαμβάνοντας αυτή τη φορά τον ρόλο της παρουσιάστριας σε βραδινή ενημερωτική εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης (από Δευτέρα έως Πέμπτη) που προγραμματικά «επιχειρεί μια διαφορετική, ουσιαστική και πολύπλευρη προσέγγιση της επικαιρότητας, με το κύρος, την πολυφωνία, την αξιοπιστία και την αμεροληψία που αρμόζουν στη δημόσια τηλεόραση».
Από την άλλη, με παρουσιαστή τον Νίκο Χατζηνικολάου, η εκπομπή Ενώπιος Ενωπίω αποτελεί μία από τις μακροβιότερες της ελληνικής τηλεόρασης. Από το 1991 έως και το 2003 ανήκε στο πρόγραμμα του Mega, ενώ από τον Οκτώβριο του 2019 προβάλλεται από τον Ant1 με τον ίδιο οικοδεσπότη, ο οποίος παρουσιάζει και το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του σταθμού. Σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση στην ιστοσελίδα του καναλιού η εκπομπή κατατάσσεται στο είδος της Ενημέρωσης και περιγράφεται ως εξής: «Ο Νίκος Χατζηνικολάου, ο δημοσιογράφος που έχει ταυτίσει το όνομά του με συνεντεύξεις που έχουν προκαλέσει αίσθηση και έχουν αφήσει το στίγμα τους στον χρόνο, επέστρεψε με την εβδομαδιαία ενημερωτική εκπομπή “Ενώπιος Ενωπίω” και βάζει τη δική του δημοσιογραφική σφραγίδα σε συναντήσεις με προσωπικότητες, από όλους τους χώρους. Πρόσωπα που έχουν έργο, λόγο και άποψη, πρόσωπα που απασχολούν την κοινή γνώμη, πρόσωπα με ισχυρή παρουσία στην Πολιτική, την Οικονομία, τον Πολιτισμό και τον Αθλητισμό μιλούν εφ’ όλης της ύλης και φέρνουν στο φως την αθέατη πλευρά τους». Ο ίδιος ο δημοσιογράφος ανοίγει το πρώτο επεισόδιο για τη νέα σεζόν, με καλεσμένο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, αναφερόμενος στο Ενώπιος Ενωπίω ως έναν «ιστορικό τίτλο» της ελληνικής τηλεόρασης, που επιστρέφει με στόχο «να γράψει ιστορία», με «εκπομπές που θα μείνουν ως αρχειακό υλικό». Οι έννοιες της «ιστορικότητας» και της «διαχρονικότητας» προτάσσονται ως κεντρικό χαρακτηριστικό της εκπομπής, ενώ ο δημοσιογραφικός προσανατολισμός προβάλλεται ως καθοριστικός, δίνοντας την εντύπωση ότι αντικείμενό της θα αποτελέσουν θεματικές που απασχολούν ουσιαστικά την κοινή γνώμη και που άπτονται ζητημάτων πολιτικής συμμετοχής. Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, η αποκάλυψη στοιχείων για την «αθέατη πλευρά» των προσκεκλημένων παραπέμπει μεν σε προσωπικές πτυχές τους, σε άμεση συνάφεια ωστόσο με το αξίωμά τους: στις ιδεολογικές καταβολές, τις πολιτικές επιρροές, τις πολιτισμικές αναφορές τους.
Διατρέχοντας το υλικό αυτών των δύο εκπομπών θα αναδείξουμε συναρθρώσεις της κανονικότητας ως πολιτισμικού πλαισίου στη συνάντηση δημοσιογραφίας και πολιτικής και θα αναρωτηθούμε για τους πιθανούς τρόπους κριτικής πρόσληψης ή/και αμφισβήτησής τους.
Συμμόρφωση και αποσιώπηση
Αντλώντας από τον πρώτο μήνα της εκπομπής Δέκα (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2019) και έχοντας λάβει υπόψη το σύνολο των συντελεστών και των θεμάτων συζήτησης, η ανά χείρας ανάλυση εντοπίζει δύο βασικές στρατηγικές με τις οποίες η εκπομπή βάζει το δικό της λιθαράκι στην «υπόσχεση της κανονικότητας». Θα δείξει πώς η εκπομπή χρησιμοποιεί τις πιο συνηθισμένες τεχνικές διαμόρφωσης της κοινής γνώμης -καθορισμός ημερήσιας θεματολογίας, επιλεκτικότητα και πλαισίωση- με έναν διττό στόχο: (α) τη νομιμοποίηση του δημοσιογραφικού λόγου περί «πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας της κεντροδεξιάς» μέσα από την κατασκευή της ευρείας «αποδοχής» της «κυβερνητικής ατζέντας» και (β) την κανονικοποίηση της έλλειψης ή/και περιορισμένης απήχησης των αντιπολιτευτικών ή/και εναλλακτικών λόγων μέσα από την κατασκευή της εναρμόνισης δημοσιογραφικού λόγου και λόγου της κοινωνίας και κυρίως μέσα από την αναίρεση του διαμεσολαβητικού ρόλου των ΜΜΕ. Ας σημειωθεί ότι παρόλο που οι στρατηγικές αυτές εντοπίζονται στον λόγο της ίδιας της παρουσιάστριας -και στην έλλειψη αντι-λόγου από τους συντελεστές- η προσέγγιση που προτείνεται εδώ δεν εκλαμβάνει τον λόγο αυτό ως αυστηρά ατομικό, αλλά ως μέρος ενός διαλογικού σχηματισμού που τείνει να διαπλέκει τις ιδιότητες της/του δημοσιογράφου και της/του ειδικού, τα χαρακτηριστικά μιας καθημερινής συζήτησης με τα χαρακτηριστικά μιας συζήτησης που έχει θεσμικό υπόβαθρο, το συλλογικό με το προσωπικό, τον εκάστοτε παρουσιαστή ή παρουσιάστρια με το σώμα των πολιτών, καθιστώντας τους πρώτους άτυπους εκπροσώπους των δεύτερων.
Δεν το λέμε εμείς, η κοινωνία!
Αν σκεφτούμε την εκπομπή Δέκα σαν μια κουκκίδα στον χάρτη του σημερινού μιντιακού οικοσυστήματος, τότε μπορούμε να διακρίνουμε στη θεματολογία της την αντανάκλαση και αναπαραγωγή μιας κοινής ημερήσιας ατζέντας. Ως τυπικό χαρακτηριστικό των ΜΜΕ σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, ο καθορισμός της ημερήσιας ατζέντας επιδιώκει να αναδείξει συγκεκριμένα θέματα ως πιο σημαντικά για τον δημόσιο διάλογο ή/και το δημόσιο συμφέρον, αποσιωπώντας άλλα. Ωστόσο, αυτός ο κοινός τόπος δεν εξαντλείται μόνο στη θεματολογία, αλλά συχνά αφορά και τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνεται ο διάλογος γύρω από αυτή. Έτσι, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η εκπομπή Δέκα, ως μέρος αυτού του οικοσυστήματος, δεν θα μπορούσε να αγνοήσει θέματα της τότε επικαιρότητας όπως το πανεπιστημιακό άσυλο, η πολιτική εκκένωσης κατειλημμένων χώρων στην Αθήνα και ειδικότερα στα Εξάρχεια και στο Κουκάκι, η υπόθεση Νοvartis, ο αντικαπνιστικός νόμος, η συνταγματική αναθεώρηση, οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά θέματα και ούτω καθεξής, εκείνο που ξεχωρίζουμε σε σειρά εκπομπών είναι η εισχώρηση ενός λόγου που αποδίδεται στην «κοινωνία» και έρχεται να επιβεβαιώσει τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Ο λόγος αυτός αρθρώνεται συστηματικά από την ίδια την παρουσιάστρια με βασικό εργαλείο τις δημοσκοπήσεις.
Σε μια από τις πρώτες εκπομπές (21/11/2019) γίνεται αναπαραγωγή δημοσκόπησης της Pulse για τον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι. Από το σύνολο των ευρημάτων, το Δέκα απομονώνει δύο θέματα που διατυπώθηκαν ως κλειστά ερωτήματα (συμφωνώ/διαφωνώ): μέτρα για το πανεπιστημιακό άσυλο και κάρτα εισόδου στα πανεπιστήμια. Στη εισαγωγή της η παρουσιάστρια αναφέρει το «τελεσίγραφο Χρυσοχοΐδη για τις καταλήψεις», στο οποίο δόθηκε μια «θερμή απάντηση από τους λεγόμενους μπαχαλάκηδες της ΑΣΟΕΕ […] ένα σόου βίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο […] και μια ευθεία απάντηση ηγετικού στελέχους του Ρουβίκωνα ο οποίος στο facebook ανήρτησε την προειδοποίηση casus beli». Η πλαισίωση των ευρημάτων της δημοσκόπησης της Pulse από αυτές τις αναφορές αντιμεταθέτει το υψηλό ποσοστό συμφωνίας των πολιτών στη γενική υπόθεση ότι τα πανεπιστήμια πλήττονται από τη βία και ότι «κάτι πρέπει να γίνει». Αυτή η τάση ενισχύεται από την απομάκρυνση των ιδεολογικών διαφοροποιήσεων μεταξύ των πολιτών, καθώς η παρουσιάστρια δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο υψηλό ποσοστό συμφωνίας και ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Στη συνέχεια, δίνοντας τον λόγο στους καλεσμένους, αποσυνδέει αυτά τα πιθανά μέτρα από ερωτήματα περί αυταρχικότητας ή δημοκρατίας. Εκφράζει την άποψη ότι «η μέτρηση απηχεί τις απόψεις της κοινωνίας», ενώ συνεκτιμώντας και άλλα ευρήματα -ανάμεσά τους «αν είναι τα πράγματα προς την σωστή κατεύθυνση, πώς είναι η οικονομική κατάσταση, ο αντικαπνιστικός νόμος»- καταλήγει στη θέση ότι «grosso modo η ατζέντα της ΝΔ, της κυβέρνησης, μας αρέσει – δεν μας αρέσει, μάλλον υιοθετείται από μεγάλη πλειοψηφία» και «μήπως τελικά υπάρχει μια υποχώρηση, αν θέλετε, της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, πολιτικής, ιδεολογικής, ενώ ταυτόχρονα μια αύξηση της επιρροής σε αυτό το επίπεδο της ΝΔ».
Η ίδια μέτρηση επαναπροβάλλεται σε επόμενη εκπομπή (25/11/2019) μαζί με μια διαφορετική έρευνα από τη Metron Analysis. Η τελευταία έρχεται να προσθέσει στη συζήτηση ότι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα δεν είναι πια η οικονομία, αλλά το προσφυγικό-μεταναστευτικό, καθώς και να αποτυπώσει μια «αυξημένη αισιοδοξία», την οποία η παρουσιάστρια μεταφράζει ως «προσδοκία» για τις ενέργειες της κυβέρνησης. Με αναφορά σε αυτά τα δεδομένα εκφράζει εκ νέου τη θέση της περί «αυξημένης επιρροής», μόνο που αυτή τη φορά κάνει λόγο για «αποδοχή της ατζέντας της κυβέρνησης» και στη συνέχεια της ίδιας εκπομπής για «διαφαινόμενη σήμερα πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της κεντροδεξιάς, η οποία διεισδύει και στο κέντρο», θέτοντας η ίδια το ερώτημα αν θα συνεχιστεί ή «αν θα υπάρξει διάψευση προσδοκιών και θετικών αποτιμήσεων όσον αφορά το έργο της κυβέρνησης». Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι θέσεις προβάλλουν ως θέσεις της κοινωνίας, ενώ με κάθε ευκαιρία δηλώνει πως μπορεί η ίδια να διαφοροποιείται ή να διαφωνεί. Αναλαμβάνοντας έτσι τον ρόλο της άτυπης φωνής μιας κοινωνίας που δεν προσδιορίζεται από κανένα άλλο τυπικό ή αξιακό χαρακτηριστικό, δίνει την πρωτοκαθεδρία στην ιδεολογία και την πολιτική της κεντροδεξιάς (βλ. επίσης 12&17/12/2019).
Η κοινωνία όμως δεν μιλάει μόνο μέσα από τις δημοσκοπήσεις. Μιλάει και μέσα από την εμπειρία της ίδιας της δημοσιογράφου. Απαντώντας σε μια αναφορά της Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ, στο λεγόμενο «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», η ίδια το ερμηνεύει ως ένα «κυρίαρχο σύνθημα» που επικρατούσε στην κοινωνία κατά την προεκλογική περίοδο: «να φύγουν, να φύγουν». Έτσι υποστηρίζει πως «το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο […] υπήρχε σίγουρα στην κοινωνία» και συνεχίζει: «σας μιλώ πολύ ψύχραιμα και απόλυτα πολιτικά. Δεν περιέχει η τοποθέτησή μου κανενός είδους κριτική ως προς εσάς και τις επιλογές σας, εννοώ ως προς το κόμμα σας. Ήταν στην κοινωνία αυτό. Μην το παραγνωρίζετε» (27/11/2019). Αποδίδοντας στην κοινωνία το είδος της κριτικής που ασκούσε η μεγαλύτερη μερίδα των ΜΜΕ στην Ελλάδα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η αποδοχή της ατζέντας της Νέας Δημοκρατίας προβάλλει ως φυσικό επόμενο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο συναντιούνται οι δύο στρατηγικές, καθώς ο λόγος της παρουσιάστριας, ενισχυμένος από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, προβάλλει ως «καθρέφτης της κοινωνίας», ενώ παράλληλα πασχίζει να αποκηρύξει τον διαμεσολαβητικό ρόλο που κατά κανόνα διαδραματίζουν τα ΜΜΕ, απαλλάσσοντας τα τελευταία -και μαζί και τους δημοσιογράφους- από οποιαδήποτε δυνατότητα επιρροής της κρίσης των πολιτών.
Εμείς κι ο «κόσμος»
Πράγματι, η άποψη που ήθελε τα ΜΜΕ να είναι «παντοδύναμα» υποχώρησε με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, η συζήτηση για τις επιδράσεις των ΜΜΕ στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και τους τρόπους με τους οποίους το ακροατήριο αντλεί από τους μιντιακούς πόρους για να νοηματοδοτήσει πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές είναι σε εξέλιξη και εμπλουτίζεται διαρκώς από νέες προσεγγίσεις. Μάλιστα, ακριβώς αυτή η «έλλειψη παντοδυναμίας» είναι που κάνει τον εντοπισμό τεχνικών επηρεασμού ή/και προπαγάνδας πολύ πιο σύνθετο. Ανοίγοντας αυτή τη συζήτηση με ιδιαίτερα ασυνήθιστα μακροσκελείς και χαρακτηριστικές διατυπώσεις, η παρουσιάστρια της εκπομπής Δέκα φαίνεται να υποστηρίζει θερμά το πρώτο και να αποσιωπά το δεύτερο. Έτσι, με αφορμή ένα σχόλιο του Χρήστου Σπίρτζη, βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ, για την επιρροή που ασκούν τα ΜΜΕ, παίρνει τον λόγο για να διατυπώσει μια προσωπική θέση σύμφωνα με την οποία ο λόγος περί επιρροής που ασκούν τα ΜΜΕ σημαίνει «υποτίμηση» της κρίσης των πολιτών: «εγώ δεν έχω αυτήν την άποψη για τον κόσμο, δεν θα υπερασπιστώ τα Μέσα, δεν έχω αυτήν την άποψη για τον κόσμο, δεν θεωρώ ότι είναι πρόβατα και δεν θεωρώ ότι μπορούν να ακούν ένα μπούρου-μπούρου από όπου και αν προέρχεται και χωρίς να σκεφτούν και χωρίς να αξιολογήσουν, να παρασύρονται […] υποτιμούμε τον κόσμο» (21/11/2019), ενώ σε επόμενο σχόλιο του ίδιου προσώπου «μην υποτιμάτε τον κόσμο […] δεν είναι χάπατα […] έχουν και κρίση και απ’ όλα» (18/12/2019).
Αντίστοιχα, απαντώντας σε σχόλιο του δημοσιογράφου Σεραφείμ Κοτρώτσου για τον ρόλο που διαδραματίζουν τα ΜΜΕ, επιστρατεύει και πάλι την παρομοίωση του «προβάτου» για να δηλώσει ως «πάγια άποψή» της ότι «ο κόσμος δεν είναι πρόβατο, το οποίο μπορεί ο καθένας να του λέει το μακρύ του και το κοντό του και να τον πείθει. Δεν είναι δηλαδή ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει κρίση, δεν έχει γνώση, δεν έχει τίποτα και επομένως δεν ακούει τα κόμματα, αλλά ακούει κάποιους πάνσοφους των ΜΜΕ. Δεν είναι καθόλου η άποψη μου αυτή. Πρέπει να σταματήσουμε να υποτιμούμε τον κόσμο και να συζητάμε στη βάση ότι ο κόσμος δεν κατάλαβε, παρασύρθηκε […] είναι πάρα πολύ υποτιμητικό και δεν πρέπει να το κάνουμε» (25/11/2019). Τέλος σε ακόμα μία χαρακτηριστική διατύπωση που απευθύνεται στην κριτική της Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ, μεταθέτει την ευθύνη του «στρεβλού μηνύματος» στα κόμματα: «δεν είναι πρόβλημα Μέσων Ενημέρωσης το θέμα πώς επικοινωνούνται οι απόψεις των πολιτικών. Όταν το θέτουμε αυτό με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να θεωρούμε πως οι πολίτες είναι αφελείς και μπορούν να επηρεαστούν από τον οποιοδήποτε και σε τελευταία ανάλυση γιατί τα Μέσα είναι πιο ικανά να επικοινωνήσουν ένα χ μήνυμα στρεβλό και δεν είναι τα κόμματα; Δηλαδή πιστεύω πως είναι εναντίον της πολιτικής αυτό το οποίο λέτε» (27/11/2019).
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτή η θέση αρθρώνεται μεν ως απάντηση κυρίως σε εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έχει πιθανές αναφορές όχι μόνο στο επιχείρημα του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, αλλά και σε προηγούμενες πρακτικές που κλόνισαν την εμπιστοσύνη του ακροατηρίου στα ΜΜΕ. Αναφέρθηκε και παραπάνω ότι οι λόγοι και οι λειτουργίες των ΜΜΕ στα χρόνια της κρίσης έχουν αποτελέσει και αποτελούν αντικείμενο μελετών που επαναφέρουν τα ερωτήματα της δημοκρατίας, της πολυφωνίας και της δεοντολογίας. Θα μπορούσαμε ακόμη να υποθέσουμε ότι με αυτόν τον τρόπο η παρουσιάστρια απαντάει σε κριτικές που έχει δεχτεί και η ίδια για το δικό της έργο. Σε κάθε περίπτωση, απαλλάσσοντας τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ από το πλέγμα της αλληλεπίδρασής τους με το ακροατήριό τους, καθιερώνεται μια σχέση αδιαμεσολάβητης εκπροσώπησης των δεύτερων από τους πρώτους και μια ψευδής ταύτιση του/της δημοσιογράφου με την κοινωνία που δεν έχει πιο ισχυρό αποτέλεσμα από τη νομιμοποίηση του δικού του/της λόγου.
Απολιτικοποίηση και συντηρητισμός
Η επιστροφή του Ενώπιος Ενωπίω στην ελληνική τηλεόραση έφερε στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου το ερώτημα «πώς είναι η ζωή με έναν πολιτικό». Τους πρώτους μήνες της εκπομπής τρεις συνολικά συνεντεύξεις σε δύο επεισόδια μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό: φιλοξενούν ζευγάρια, από τα οποία το ένα μέλος αποτελεί και μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου (Γιάνης Βαρουφάκης-Δανάη Στράτου, Κωνσταντίνος Μπογδάνος-Ελένη Καρβελά, Νάντια Γιαννακοπούλου-Μάξιμος Μουμούρης). Πρόκειται για τα μοναδικά πολιτικά πρόσωπα που έχουν συμμετάσχει στην εκπομπή από την έναρξη της τηλεοπτικής σεζόν μέχρι τον Δεκέμβριο 2019 και έχουν προσκληθεί ως ζευγάρια, με τον/την σύντροφό τους. Εξαίρεση για τη συγκεκριμένη περίοδο αποτελούν οι εκπομπές που φιλοξενούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο. Ωστόσο, για τον πρώτο θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παρουσία της συζύγου του ήταν εξαιρετικά έντονη, παρά το ότι η ίδια δεν συμμετείχε άμεσα: πέραν του ότι ικανός αριθμός ερωτήσεων αφορούσαν την οικογενειακή ζωή του πρωθυπουργού, τη σχέση του με τη σύζυγό του, ακόμα και το πώς ξεπέρασαν τις δυσκολίες σε αυτήν, μια ευμεγέθης φωτογραφία της πάνω στο πρωθυπουργικό γραφείο, τοποθετημένη ακριβώς δίπλα στον συνεντευξιαζόμενο και στραμμένη προς την κάμερα δημιουργεί την εικόνα του αφοσιωμένου συζύγου και οικογενειάρχη (δίπλα βρίσκεται μία ακόμη φωτογραφία με τα παιδιά του). Αντίστοιχη έμμεση παρουσία της «συζύγου» παρατηρείται και στην πιο πρόσφατη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα. Στην κριτική ανάγνωση του μοτίβου που εντοπίζεται σε αυτές τις εκπομπές, θα μας απασχολήσει ο τρόπος πλαισίωσης της πολιτικής, η προσέγγιση της φιγούρας της/του πολιτικού και γενικότερα το πρότυπο του υποκειμένου και της κοινωνικής οργάνωσης που προάγεται μέσα από τη δομή, τη θεματολογία, τα ερωτήματα και τα σχόλια εκ μέρους του παρουσιαστή.
Επαναπροσδιορίζοντας ενημέρωση και πολιτική
Σε αντίθεση με τις καταστατικές θέσεις της εκπομπής, τα ερωτήματα που πραγματεύεται απέχουν πολύ από τις ιδεολογικές καταβολές, τις πολιτικές επιρροές και τις πολιτισμικές αναφορές των καλεσμένων, όπως μπορεί να εκδηλώνονται και στην προσωπική τους ζωή, έξω από τα φώτα της δημοσιότητας. Η δομή των συνεντεύξεων είναι παρόμοια και για τα τρία ζευγάρια: η συζήτηση ξεκινά από τον/την σύντροφο της/του βουλευτή διερευνώντας την εμπειρία της «συνύπαρξης με πολιτικό» και προχωρά σε ερωτήσεις αναφορικά με τη σχέση και τη γνωριμία τους. Ερωτήσεις που άπτονται των πολιτικών επιλογών ακολουθούν, πάντα όμως μέσα από το πρίσμα του προσωπικού βιώματος, των συναισθημάτων που γέννησαν, της σύνδεσής τους με ιδιωτικές στιγμές του ζευγαριού. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι συζητήσεις καλύπτουν ζητήματα του καθημερινού τρόπου ζωής, τις σχέσεις με τα παιδιά και τα χόμπι των ερωτωμένων, χωρίς ωστόσο να λείπουν οι πολιτικές και κομματικές αναφορές.
Μια τέτοιου είδους προσωποποίηση της πολιτικής που εντάσσεται στο είδος της ενημερο-διασκέδασης, ο δημοσιογραφικός προσδιορισμός της μέσα από το «ανθρώπινο» πλαίσιο, παραγκωνίζει τη συζήτηση στη βάση των ιδεών και εδραιώνει την κατανόησή της μόνο διαμέσου προσωπικοτήτων και του lifestyle τους. Οι προσκεκλημένοι δεν έχουν την ευκαιρία να αναλύσουν σε βάθος, με επιχειρήματα, τις πολιτικές τους θέσεις ή στοχεύσεις και αναφέρονται σε αυτές μόνο παρεμπιπτόντως, επιφανειακά και με γενικότητα. Νομιμοποιείται έτσι μια συνθηματολογική προσέγγιση του πολιτικού λόγου, ο οποίος ουσιαστικά αποπολιτικοποιείται, καθώς ο «ανθρώπινος» παράγοντας μπαίνει στο προσκήνιο, αφήνοντας στο φόντο, στην καλύτερη περίπτωση, τις ιδεολογικές προεκτάσεις. Οι διαχωριστικές γραμμές της πολιτικής αντιπαράθεσης αμβλύνονται δεδομένου ότι πάντα προτάσσεται η κοινή, «ανθρώπινη» πλευρά, ενώ το τηλεοπτικό κοινό μένει να αμφιβάλλει για το είδος του προγράμματος που παρακολουθεί, καθώς οι ερωτήσεις lifestyle, όπως το κατά πόσον γυμνάζονται οι προσκεκλημένοι ή το ποιος πλένει τα πιάτα στο σπίτι, προηγούνται ή έπονται ερωτήσεων αναφορικά με την αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου ή με τις σχέσεις με πολιτικούς τρίτων χωρών. Η ίδια η αντιμετώπιση των πολιτικών ως ένα ακόμη κομμάτι του star system –γιατί να ενδιαφέρει το κοινό το πώς ένας πολιτικός έκανε πρόταση γάμου στη σύζυγό του ή το αν αθλείται ή όχι;- επαναπροσδιορίζει την κατανόηση της πολιτικής με τους ίδιους όρους, υποτάσσοντάς τη στη γραμματική της εικόνας.
«Βαριέμαι πια ό,τι δεν έχει ζεστασιά. Και ο λόγος που γύρισα στις εκπομπές αυτές του στυλ Ενώπιος Ενωπίω έχει να κάνει με μια εσωτερική ανάγκη που ένιωσα να ξανασυζητήσω ανθρώπινα θέματα με ανθρώπινο τρόπο. Και να ξεφύγω λίγο από τη διαρκή πίεση των πολιτικών αντιπαραθέσεων». Αυτό δήλωσε ο Νίκος Χατζηνικολάου απαντώντας σε ερώτηση του Μάξιμου Μουμούρη ολοκληρώνοντας την κοινή τους συνέντευξη με την Ν. Γιαννακοπούλου. Αυτό που προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε εδώ και που θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής κριτικής μελέτης είναι το κόστος που μπορεί να έχει για την ποιότητα του δημοσίου διαλόγου σε βάθος χρόνου η ικανοποίηση μιας τέτοιου είδους «εσωτερικής ανάγκης» με τους όρους που περιγράψαμε παραπάνω, αλλά και το κατά πόσον συνιστά μέρος μιας στρατηγικής αποπολιτικοποίησης και συντηρητικοποίησης της κοινωνίας, αξιοποιώντας και εδραιώνοντας τους όρους της σύγχρονης μετα-δημοκρατικής συνθήκης. Σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση διαδραματίζει και η στερεοτυπική πλαισίωση των έμφυλων σχέσεων.
Η κανονικότητα των στερεοτύπων
Η φόρμα του –ετερόφυλου– ζευγαριού αναπαράγεται ως πρότυπο κανονικότητας που μονοπωλεί τη βάση οργάνωσης των ερωτικών σχέσεων, ενώ η οικογένεια αναπαρίσταται ως βασικός πυλώνας της (πολιτικής) προσωπικότητας, μιας και συνιστά βασικό πυλώνα της κάθε συνέντευξης. Η κυριαρχία του συγκεκριμένου προφίλ, το οποίο διεκδικούν οι πολιτικοί, ιδίως οι αρχηγοί κομμάτων, επιβεβαιώνεται έτσι και ενισχύεται περαιτέρω, καλώντας τους απανταχού «νοικοκυραίους» να δουν τον εαυτό τους σε αυτό. Παράλληλα, η ίδια η οικογενειακή ζωή εξετάζεται μέσα από στερεοτυπικές της αναπαραστάσεις: η πρόταση γάμου από τον άνδρα προς τη γυναίκα αποτελεί αγαπημένο θέμα του παρουσιαστή, ενώ το ερώτημα για «το ποιος κάνει κουμάντο στο σπίτι», εκτός από το να διασκεδάζει τους θεατές που έχουν συνηθίσει πλέον να κοιτούν από την κλειδαρότρυπα των διασημοτήτων, επαναλαμβάνει και νομιμοποιεί μια ιεραρχική αντίληψη των σχέσεων, στο οικογενειακό, στην προκειμένη περίπτωση, πλαίσιο.
Ούτε η αναπαράσταση των φύλων ξεφεύγει από τη στερεοτυπική συγκρότηση. Η Δανάη Στράτου χαρακτηρίζεται «αγοροκόριτσο» επειδή απολαμβάνει «ανδρικές» συνήθειες, όπως οι μηχανές και τα αυτοκίνητα· το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος δηλώνει ότι πλένει τα πιάτα γίνεται αντικείμενο ειδικής ερώτησης, υποτιθέμενης ειρωνείας και αστεϊσμού· ο Μάξιμος Μουμούρης χαρακτηρίζεται «ήρωας» επειδή συμβιώνει με τέσσερις γυναίκες (τις τρεις κόρες και τη γυναίκα του) και η Νάντια Γιαννακοπούλου, η σύζυγός του, θα πρέπει, σύμφωνα με τον Νίκο Χατζηνικολάου, να τον έχει «θεό» και ν’ αφήσει «τις δικαιολογίες που λέτε εσείς οι γυναίκες». Όλα τα παραπάνω σχόλια γίνονται εν είδει αστεϊσμού, κάτι που, όχι μόνο δεν μειώνει τον αντίκτυπό τους στον δημόσιο λόγο, προς την κατεύθυνση της διαιώνισης των σεξιστικών διαχωρισμών και της πατριαρχικής οργάνωσης της οικογένειας –και όχι μόνο–, αλλά ακριβώς γι’ αυτό περνούν «κάτω από το ραντάρ» και δεν ενεργοποιούν τυχόν αντανακλαστικά των προσκεκλημένων.
Ενδεικτική είναι και η διαφοροποίηση όσον αφορά τις υποχρεώσεις και τις προσδοκίες που αποδίδονται στον άντρα και τη γυναίκα που συνδυάζουν τη βουλευτική ταυτότητα με τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Κατά τη συνέντευξη με τον Γιάνη Βαρουφάκη και τη Δανάη Στράτου, ο δημοσιογράφος αποφαίνεται ότι «συνήθως όταν ένας άνδρας αφιερώνεται στην πολιτική δεν υπάρχει χρόνος για τίποτε άλλο» και σύμφωνα με τον ίδιο μια σχέση μπορεί να «κινδυνεύσει από την πολιτική». Είναι επομένως φυσικό και αναμενόμενο από έναν άντρα να παραμελήσει τις προσωπικές του σχέσεις λόγω της πολιτικής, η οποία μάλιστα ερμηνεύεται ως αυτόνομη παράμετρος που εγκυμονεί κινδύνους. Αντίστοιχη εικόνα σκιαγραφείται για την πολιτική και στη συνέντευξη με τον Κ. Μητσοτάκη, κατά την οποία ο προσκεκλημένος ερωτάται αν αφιερώνει αρκετό χρόνο στα παιδιά του ή αν «η πολιτική έχει κάνει ζημιά». Αντιθέτως, όταν η Ν. Γιαννακοπούλου απαντά ότι είναι ο σύζυγός της αυτός που πηγαινοφέρνει τα παιδιά στις διάφορες δραστηριότητες, ο παρουσιαστής την εγκαλεί ρωτώντας τη «αν νιώθει τύψεις κάποιες φορές» που δεν το κάνει η ίδια, εφόσον αυτός ο χρόνος είναι πολύτιμος. Ο άντρας, επομένως, δεν δέχεται κριτική, καθώς είναι θεμιτό να αφιερωθεί άνευ όρων στην πολιτική, η οποία και ευθύνεται για τυχόν πλημμελή φροντίδα στην οικογένεια. Αντιθέτως, η γυναίκα θα πρέπει να νιώθει τύψεις για κάτι αντίστοιχο, ούσα προσδιορισμένη από ένα πρότυπο με ξεκάθαρες προτεραιότητες.
Ο νεοσυντηρητισμός, ο οποίος ξεπροβάλλει πλέον ξεκάθαρα ως ο παράδοξος συνοδοιπόρος του νεοφιλελευθερισμού, εκφράζεται έτσι μέσα από μια καρικατουρίστικη εικονογράφηση των ρόλων και της οικογένειας, παρά τις κάποιες προσπάθειες προβολής «μοντέρνων» αντιλήψεων, στο πλαίσιο της ίδιας εκπομπής. Το γεγονός ότι συχνά οι γυναίκες σύντροφοι των προσκεκλημένων πολιτικών δεν αναφέρονται με την ιδιότητά τους, σε αντίθεση με τους συζύγους τους, επιτείνει τη συγκεκριμένη προσέγγιση.
Η αρχή της κανονικότητας/Η κανονικότητα ως αρχή
Αν και από διαφορετικές θέσεις, το κοινό χαρακτηριστικό που μοιράζονται οι παραπάνω εκπομπές στον τρόπο που σχολιάζουν την πολιτική είναι η αποσιώπηση εναλλακτικών θέσεων. Καθώς η περιγραφή της κυβερνητικής ατζέντας ως «επιστροφή στην κανονικότητα» συμπίπτει με την αυτό-νομιμοποίηση των δημοσιογραφικών πλαισίων – είτε αυτή στηρίζεται σε μια φαντασιακή εκπροσώπηση της κοινωνίας είτε σε μια εσωτερική ανάγκη – η «κανονικότητα» προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας προνομιακής αρχής που έρχεται να επαναπροσδιορίσει ένα εύρος σχέσεων μεταξύ πολιτικής, ΜΜΕ και κοινωνίας με όρους συμμόρφωσης, αποπολιτικοποίησης και νεοσυντηρητισμού. Έτσι, η ηγεμονική κυριαρχία της κεντροδεξιάς είναι κοινός τόπος· η έλλειψη αντιπολιτευτικού λόγου «φυσική»· η ταύτιση δημοσιογράφου και κοινωνίας συνηθισμένη· η τοποθέτηση των πολιτικών προσώπων στο star system εύλογη· το πρότυπο της ετερόφυλης και ιεραρχικής συμβίωσης καθημερινότητα. Ή αυτός τουλάχιστον φαίνεται να είναι ο στόχος.