Οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών ανέδειξαν την κρισιμότητα των διεθνών παραγωγικών και εφοδιαστικών αλυσίδων και παράλληλα την εξάρτησή τους από φαινόμενα οικονομικής και γεωπολιτικής φύσης.

Τα πρώτα αρνητικά σημάδια αναταραχής εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ, με τον «ακήρυχτο» εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Ωστόσο η πανδημία και οι συνέπειές της σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις, που εκτείνονται από την Ανατολική Ευρώπη έως τις Ασιατικές χώρες του Ειρηνικού, αποτέλεσαν τους καταλύτες για τη διαμόρφωση μιας νέας τάσης.

Οι σημαντικότερες παραγωγικές και βιομηχανικές εταιρείες προχωρούν σε επαναχάραξη της στρατηγικής τους, προτάσσοντας πλέον ως βασικό στοιχείο την περιφερειακή διάσταση των εφοδιαστικών αλυσίδων, εγκαταλείποντας σταδιακά το στοιχείο της παγκοσμιοποιημένης δραστηριοποίησής τους. Η νέα προσέγγιση θέτει ως βασικούς στόχους την ενίσχυση της βιωσιμότητας και της ανθεκτικότητας των γραμμών παραγωγής και εφοδιασμού και τον περιορισμό των κινδύνων που προκύπτουν από τη συγκέντρωση της παραγωγής σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους και την εξάρτηση κάλυψης των αναγκών πρώτων υλών από τις ασιατικές αγορές (μετάβαση από το μοντέλο just-in-time στο just-in-case).

Συνιστώσα της παρατηρούμενης αλλαγής είναι και η μετάβαση στο «onshoring», στην επιστροφή δηλαδή της παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας σε εθνικό επίπεδο. Οι κυβερνήσεις διεθνώς επιδίδονται σε μια κούρσα ανταγωνισμού για την ενίσχυση της εθνικής τους οικονομίας και την προσέλκυση νέων επενδύσεων με «πράσινα» χαρακτηριστικά, με κορυφαίο παράδειγμα το Inflation Reduction Act της κυβέρνησης Μπάιντεν.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ερώτημα που προκύπτει ως πρόκληση είναι η διερεύνηση των δυνητικών ευκαιριών για την Ευρώπη και την Ελλάδα στις νέες συνθήκες. Η απάντηση έχει ως αφετηριακή παραδοχή το γεγονός ότι οι εφοδιαστικές αλυσίδες βρίσκονται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής οικονομίας και έχουν κρίσιμο ρόλο στην ανταγωνιστικότητα και την μεγέθυνσή της.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την μελέτη «From disruption to reinvention, the future of supply chains in Europe»[1] οι διαταραχές εξαιτίας της πανδημίας κόστισαν στην Ευρωζώνη 113 δισ. ευρώ το 2021, ενώ στο ενδεχόμενο ενός παρατεταμένου πολέμου και δυτικών κυρώσεων το κόστος εκτιμάται στα 920 δισ. ευρώ. Στο ίδιο σενάριο, οι παγκόσμιες ροές παραγωγής και εφοδιασμού δεν αναμένεται να σταθεροποιηθούν πλήρως τα επόμενα δύο έτη.

Για την Ε.Ε. αυτό σημαίνει διάβρωση της ανταγωνιστικότητάς της, κίνδυνος αποβιομηχάνισης και διαιώνιση της εξάρτησής της από τρίτες αγορές. Για να μετριαστεί μια τέτοια εξέλιξη απαιτείται η αναπροσαρμογή του μακροχρόνιου σχεδιασμού και η έγκαιρη, συλλογική απάντηση από τα κράτη -μέλη. H προσέγγιση ότι η κάθε χώρα μέλος πρέπει να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις αναλόγως των δυνατοτήτων και των δημοσιονομικών περιθωρίων της, δεν μπορεί να αποτελέσει την ενδεδειγμένη απάντηση της Ευρώπης στις συνθήκες που δημιουργεί ο ιδιαίτερος προστατευτισμός των ΗΠΑ και της Κίνας. Τέτοιου είδους «λύσεις» αυξάνουν τον κίνδυνο μεγέθυνσης της απόκλισης μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών, πρόκλησης ανισορροπιών και κατακερματισμού της εσωτερικής κοινής αγοράς.

Στον αντίποδα, προτάσεις όπως η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου, μέσω της έκδοσης κοινού χρέους σε συνδυασμό με τις κρατικές ενισχύσεις και την ενσωμάτωση σχετικών προνοιών στο υπό αναθεώρηση Σύμφωνο Σταθερότητας μπορούν να δημιουργήσουν το κατάλληλο οπλοστάσιο, για το σκέλος της συγκέντρωσης των απαραίτητων πόρων. Επιπρόσθετα χρειάζεται η εκπόνηση ενός σχεδίου που πέραν της συμπερίληψης του συνόλου των χωρών – μελών, θα λαμβάνει υπόψη τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της κάθε οικονομίας και θα δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις συνεργιών και συμπληρωματικότητας.

Ως πρώτο πεδίο μιας συναντίληψης των νέων δεδομένων θα μπορούσε να είναι η χάραξη μιας ενιαίας στρατηγικής για την πράσινη μετάβαση και τις  τεχνολογίες παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας. Η υψηλή εξάρτηση της Ε.Ε. από δίκτυα παραγωγής και εφοδιασμού τρίτων χωρών (σπάνιες γαίες από Κίνα, ενέργεια και κρίσιμα μέταλλα από Ρωσία), ο αποκλεισμός της Ρωσίας από προμηθευτή ενέργειας και οι υψηλές τιμές του αμερικάνικου LNG απαιτούν την επίσπευση και την εφαρμογή ενός συγκροτημένου πλάνου. Αν συνυπολογίσουμε τις επιπτώσεις τις κλιματικής αλλαγής, που σύμφωνα με το WEF συνιστά την μεγαλύτερη μεσομακροπρόθεσμη απειλή για την παγκόσμια παραγωγή και τα δίκτυα εφοδιασμού, γίνεται κατανοητό το επιτακτικό της ανάγκης ενός ολιστικού ευρωπαϊκού σχεδίου.

Μια ακόμη παθογένεια που ανέδειξαν οι πρόσφατες αναταράξεις της παραγωγικής δραστηριότητας συνίσταται στην έλλειψη εργατικού δυναμικού με εξειδικευμένες δεξιότητες. Σύμφωνα με μελέτη, το 62% των ηγετικών στελεχών επιχειρήσεων της εφοδιαστικής αλυσίδας υποστηρίζουν ότι οι εργαζόμενοι δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των υπό διαμόρφωση συνθηκών. Η κατάρτιση ανθρώπινου δυναμικού μέσω στοχευμένων διαρθρωτικών πολιτικών θα επιφέρει σε μακροπρόθεσμο επίπεδο σημαντικά οφέλη για τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε όρους απασχόλησης, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, είναι καθήκον της κυβέρνησης και των υπολοίπων πολιτικών δυνάμεων να συμβάλλουν στην χάραξη μιας εθνικής θέσης επιδιώκοντας αφενός τη δημιουργία ενός κατάλληλου οπλοστασίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αφετέρου την ενίσχυση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Καταρχάς οφείλουμε να πράξουμε το μέρος των ευθυνών που μας αναλογεί, προωθώντας μια μεταρρυθμιστική ατζέντα για μια σειρά πεδίων όπως η δημόσια διοίκηση, η δικαιοσύνη, το εκπαιδευτικό και φορολογικό σύστημα, η άρση εμποδίων και η μείωση της γραφειοκρατίας. Παράλληλα πρέπει να προχωρήσουμε στην εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας, τόσο σε επιμέρους κλάδους όσο και της γεωγραφικής θέσης μας αλλά και του εξαίρετου ανθρώπινου δυναμικού. Οι σημαντικοί ευρωπαϊκοί και ιδιωτικοί πόροι που θα εισρεύσουν στη χώρα τα επόμενα χρόνια δίνουν μια σημαντική ευκαιρία ενίσχυσης της θέσης της χώρας. Από την πλευρά του ο ιδιωτικός τομέας, με την αρωγή της πολιτείας, οφείλει να συνεχίσει και να εντατικοποιήσει την προσπάθεια εξωστρέφειας και συμμετοχής στις πανευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας.

Η τάση αναδιάταξης των διεθνών παραγωγικών και εφοδιαστικών αλυσίδων με χαρακτηριστικά πιο περιφερειακά/υπερτοπικά ενδέχεται να προκαλέσει την όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Όπως προαναφέραμε, η κατάρτιση και εφαρμογή ενός συμπεριληπτικού προγράμματος θα περιορίσει τον κίνδυνο αύξησης του εσωτερικού ανταγωνισμού και περιθωριοποίησης των πιο αδύναμων οικονομιών. Η επαναχάραξη της ευρωπαϊκής στρατηγικής, η παροχή κινήτρων τόσο για την μετεγκατάσταση ευρωπαϊκών εταιρειών στην επικράτεια της Γηραιάς ηπείρου όσο και για αύξηση της παραγωγής τους θα δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο για την ενδυνάμωση της οικονομίας και της επανάκτησης του ρόλου της Ευρώπης στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και στην ανταγωνιστική θέση της σε σύγκριση με τις υπόλοιπες μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες.

 

* Ανάλυση της Αντιγόνης Βουλγαράκη, Πολιτικής Επιστήμονα, MSc Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Πολιτική, επιστημονικής συνεργάτιδας ΕΝΑ και του Δημήτρη Λιάκου, Οικονομολόγου, Συμβούλου Στρατηγικής ΕΝΑ – Η ανάλυση δημοσιεύθηκε πρωτότυπα στο k-report.gr [30.03.23]