Άρθρο του Δημήτρη Λιάκου, Οικονομολόγου, πρώην Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ και πρώην προέδρου του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 3ο Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας & Πολιτικής του ΕΝΑ →

Η εκδήλωση της κρίσης της πανδημίας ήταν ένα απρόσμενο γεγονός, που επανέφερε στη μνήμη της ανθρωπότητας καταστάσεις και εικόνες ανάλογες του περασμένου αιώνα, από την περίοδο εκδήλωσης της ισπανικής γρίπης του 1918. Οι τεκτονικές πολυεπίπεδες αλλαγές των τελευταίων εκατό ετών συνέβαλαν στον μέγιστο βαθμό στην πρόοδο, στην αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, στον εκδημοκρατισμό και στη συνεργασία του δυτικού κόσμου, αλλά το «άνοιγμα» των κοινωνιών και των οικονομιών και η ευκολία στις διεθνείς μετακινήσεις των ατόμων θα μπορούσαν να αυξήσουν σημαντικά τις πιθανότητες και τις εστίες εξάπλωσης των κρουσμάτων στις συνθήκες της πανδημίας. Ως αποτέλεσμα, η πλειονότητα των κυβερνήσεων, σε παγκόσμιο επίπεδο, προχώρησε στην επιβολή περιοριστικών μέτρων στη μετακίνηση πληθυσμών και στο lockdown των οικονομιών ως βασικά μέτρα περιορισμού της πανδημίας και προστασίας του κοινωνικού συνόλου.

Στο δίλημμα «ζωή vs οικονομία» οι περισσότερες χώρες απάντησαν, ορθώς, με την αδιαπραγμάτευτη προτεραιοποίηση της ανθρώπινης ζωής ως μέγιστης αξίας. Οι χώρες που επέλεξαν διαφορετικό μοντέλο αντιμετώπισης, είτε λόγω άλλης επιστημονικής προσέγγισης (π.χ. Σουηδία), είτε διότι υποτίμησαν τον κίνδυνο, λόγω της επικράτησης συνωμοσιολογικών προσεγγίσεων (βλ. Βραζιλία), είτε γιατί άργησαν να προχωρήσουν στη λήψη της -ομολογουμένως δύσκολης- απόφασης για lockdown (π.χ. Μεγάλη Βρετανία), δυστυχώς συνεχίζουν έως σήμερα να καταγράφουν σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ενώ και στο οικονομικό πεδίο αναμένεται να σημειώσουν ύφεση αντίστοιχου μεγέθους με τις υπόλοιπες χώρες.

Μετά τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, το ενδιαφέρον στράφηκε στις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πανδημικής κρίσης. Το σύνολο των κυβερνήσεων, από το τέλος του Μαρτίου, ανακοίνωσαν μέτρα στήριξης των οικονομιών τους, δίνοντας προτεραιότητα στην ενίσχυση των συστημάτων υγείας, τη διάσωση των επιχειρήσεων και τη διασφάλιση των θέσεων απασχόλησης. Τα μεγαλύτερα πακέτα παρεμβάσεων ελήφθησαν από τις μεγάλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και η Κίνα, ενώ αντίστοιχη προσέγγιση είχαν οι ισχυρότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασική πηγή χρηματοδότησης αποτέλεσε η χρήση των πόρων των προϋπολογισμών και η παροχή εγγυήσεων διαμέσου της τραπεζικής δανειοδότησης, οι οποίες επηρεάζουν το ύψος των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους κυρίως σε δεύτερο χρόνο. Ωστόσο, σημαντικές μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα διπλό πρόβλημα: Από τη μια, τα μεγάλα υγειονομικά προβλήματα, λόγω της ραγδαίας εξάπλωσης της πανδημίας και των απωλειών χιλιάδων ανθρώπινων ζωών, και από την άλλη η αδυναμία λήψης επαρκών μέτρων, λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας ιδίων πόρων. Η καλπάζουσα κρίση ώθησε αρκετούς αναλυτές και πολιτικούς να υπογραμμίσουν ως πιθανή μια επανάληψη της κρίσης δημόσιου χρέους εντός της Ευρωζώνης, λόγω της καταγραφής μεγάλων ελλειμμάτων και της αύξησης του χρέους κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, θέτοντας εκ νέου ερωτηματικά για τη μελλοντική συνοχή του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Επομένως, η ανάγκη σημαντικής παρέμβασης της Ευρώπης προς όφελος των κρατών-μελών της κατέστη επιτακτική.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ε.Ε.), λαμβάνοντας πολιτική υποστήριξη από την κοινή στάση Γαλλίας και Γερμανίας, προχώρησε στην κατάθεση μιας σειράς προτάσεων τόσο για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της τρέχουσας κρίσης όσο και για την επόμενη μέρα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το πακέτο προτάσεων της Ε.Ε. αδιαμφισβήτητα είναι μια θετική εξέλιξη και χαρακτηρίζεται ως εξαιρετικά φιλόδοξο, καθώς «βάζει στο τραπέζι», για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα, ιδέες που συμβάλλουν τόσο στην ενίσχυση των χωρών στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης όσο και στην επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου της σύγκλισης των ευρωπαϊκών οικονομιών. Οι πιο σημαντικές παράμετροι της πρότασης είναι η ουσιαστική αμοιβαιοποίηση του χρέους με την έκδοση χρεογράφων από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με εγγύηση τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, και η μεταφορά σημαντικών πόρων προς τις πιο αδύναμες οικονομίες του Νότου. Αρκετοί αναλυτές συμφωνούν στη διαπίστωση ότι αφενός, για πρώτη φορά, η Ε.Ε. φαίνεται να κατανοεί τα διδάγματα της ατελούς και εντέλει αποτυχημένης διαχείρισης της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας και αφετέρου δείχνει να ανταποκρίνεται στο αίτημα της συνεισφοράς της δημοσιονομικής πολιτικής και του συντονισμού της με τα νομισματικά εργαλεία/αποφάσεις της ΕΚΤ στην αντιμετώπιση των έκτακτων συνθηκών και των προκλήσεων του μέλλοντος. Ποιοτική διαφοροποίηση αποτελεί το γεγονός ότι βασικό κριτήριο για την κατανομή των πόρων αποτέλεσε το μέγεθος των δυνητικών συνεπειών της κρίσης για κάθε χώρα τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Πυρήνας της πρότασης είναι η ενίσχυση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού μέσω της δημιουργίας ενός Ταμείου Ανασυγκρότησης (New Generation EU) ύψους 750 δισ. ευρώ και της αξιοποίησης των κεφαλαιαγορών ως πηγής χρηματοδότησης. Τα υπό διάθεση κονδύλια κατανέμονται με αναλογία 2:1 μεταξύ μεταβιβάσεων και δανείων, ενώ παράλληλα, διατηρούνται αναλλοίωτοι οι στόχοι της «πράσινης μετάβασης» και του ψηφιακού μετασχηματισμού της ευρωπαϊκής οικονομίας ως βασικοί μελλοντικοί πυλώνες της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Η δέσμη μέτρων που ανακοίνωσε η Ε.Ε. έχει τρεις επιμέρους άξονες. Ο πρώτος αφορά: τη στήριξη της ανάκαμψης των χωρών-μελών, με προτεραιότητα την αντιμετώπιση της κρίσης και βασικά εργαλεία τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με προϋπολογισμό 560 δισ. ευρώ για την «πράσινη» και ψηφιακή μετάβαση των οικονομιών· την πρωτοβουλία REACT-EU, ύψους 55 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση των πολιτικών συνοχής· την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για την αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας και της ανεργίας των νέων·  την αναβάθμιση του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης για την κλιματική ουδετερότητα· την αύξηση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Ταμείου Γεωργικής Ανάκαμψης κατά 15 δισ. ευρώ για τη στήριξη της πρωτογενούς παραγωγής. Ο δεύτερος πυλώνας αφορά την επανεκκίνηση της οικονομίας με την παροχή εγγυήσεων και κινήτρων για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων μέσω της ενίσχυσης της πρωτοβουλίας InvestEU, της δημιουργίας του Μηχανισμού Στρατηγικών Επενδύσεων και της υιοθέτησης του Μέσου Στήριξης της Φερεγγυότητας, με την υποστήριξη του Next Generation EU και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Ο τρίτος άξονας στοχεύει στην αναβάθμιση των δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση τόσο των μελλοντικών προκλήσεων όσο και των έκτακτων συνθηκών, προτείνοντας, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία του EU4Health για τη βελτίωση των συστημάτων υγείας· την αύξηση των κονδυλίων του rescEU για την ενίσχυση του μηχανισμού πολιτικής προστασίας· τη βελτίωση των δομών κυβερνοάμυνας μέσω του προγράμματος Ψηφιακή Ευρώπη· την παροχή κινήτρων για έρευνα και καινοτομία για τους κλάδους της υγείας και της κλιματικής αλλαγής μέσω του προγράμματος Horizon· την αύξηση των κονδυλίων για τα Ταμεία Ασύλου-Μετανάστευσης και Εσωτερικής Ασφάλειας.

Όσον αφορά το σκέλος της δανειοδότησης, έως το ποσό των 750 δισ. ευρώ, η Επιτροπή προτείνει να της δοθεί η δυνατότητα προσωρινής αύξησης του ανώτατου ορίου ιδίων πόρων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού (Multiannual Financial Framework/MFF) κατά 0,6% του συνολικού ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (GNI) της Ε.Ε. και χρήσης του ως εγγύησης για την έκδοση χρεωστικών τίτλων. Η προσωρινή διαμόρφωση του MFF μέσω αυτής της διαδικασίας στα επίπεδα του 1,4% του ευρωπαϊκού GNI και η εμπροσθοβαρής κατανομή των κονδυλίων την περίοδο 2021-2024 θα επιτρέψει στις χώρες-μέλη να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πανδημικής κρίσης και στην Ε.Ε. να χρηματοδοτήσει το σύνολο των προτεινόμενων δράσεών της. Τα κεφάλαια που θα αντληθούν θα αποπληρωθούν από τους μελλοντικούς ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς, αρχής γενομένης το 2028 και με μέγιστο διάρκειας τα 30 έτη (2058). Παράλληλα, η Ε.Ε., προκειμένου να εγγυηθεί την ομαλή αποπληρωμή των ομολογιακών εκδόσεων χωρίς να χρειάζεται να αιτηθεί την αύξηση της συνεισφοράς των κρατών-μελών και της επιβάρυνσης των εθνικών προϋπολογισμών, πρότεινε την υιοθέτηση και εφαρμογή τεσσάρων νέων πηγών ιδίων πόρων: την αύξηση της φορολογίας στα δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, τον μηχανισμό συνοριακής προσαρμογής άνθρακα και την επιβολή φόρων στους πολυεθνικούς τεχνολογικούς «γίγαντες» και στις εταιρείες με σημαντική δραστηριοποίηση στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω προτάσεις δεν έχουν οριστικοποιηθεί ως προς τη μορφή και τον τρόπο εφαρμογής τους. Ωστόσο, αξίζει να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι η εκδηλωμένη πρόθεση φορολόγησης των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών έχει ήδη προκαλέσει τη ρητορική αντίδραση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που προειδοποίησε για «αντίποινα» προς τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στο ενδεχόμενο εφαρμογής της ιδέας της Ε.Ε.

Σημαντική παράμετρος της πρότασης της Ε.Ε. είναι η κατανομή των κονδυλίων στις χώρες-μέλη με βασικό κριτήριο τις επιπτώσεις της κρίσης στο υγειονομικό και στο οικονομικό πεδίο. Σε τεχνικό επίπεδο η βάση της προτεινόμενης κατανομής είναι ένας μαθηματικός τύπος που συμπεριλαμβάνει το ΑΕΠ, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και το ποσοστό ανεργίας της τελευταίας τετραετίας. Πρακτικά όμως, οι τραγικές υγειονομικές εξελίξεις σε Ιταλία και Ισπανία είχαν καταστήσει απαραίτητη τη συνεισφορά της Ε.Ε. στην ενίσχυση των εργαλείων/μέσων περιορισμού των αρνητικών επιπτώσεων, καθώς διαφαινόταν η διάχυση του κινδύνου από την οικονομία στο κοινωνικό σύνολο, απειλώντας τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.

Ως αποτέλεσμα, επανήλθαν στο προσκήνιο η αβεβαιότητα για τη μελλοντική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως λόγω της διαμορφωθείσας κατάστασης στην Ιταλία, και ο κίνδυνος ανόδου των αντιευρωπαϊκών-λαϊκιστικών δυνάμεων, που προσπαθούν διαρκώς να εκμεταλλευθούν οποιαδήποτε ατελή ή/και αμήχανη στάση των ευρωπαϊκών ηγεσιών μπροστά στις επείγουσες συνθήκες. Την ίδια στιγμή, η χρηματοδότηση των έκτακτων αναγκών από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, που θα προκαλέσει σημαντική καταγραφή ελλειμμάτων για το 2020, επανέφερε τον προβληματισμό για πιθανή εκδήλωση μιας νέας κρίσης δημόσιου χρέους την επόμενη περίοδο, παίρνοντας αφορμή από τις άστοχες δηλώσεις διαφόρων Ευρωπαίων αξιωματούχων και υπουργών συντηρητικών κυβερνήσεων.

Η πρόταση της Ε.Ε. αποσκοπεί αφενός στο να περιορισθούν οι όποιοι προβληματισμοί για το μέλλον της ευρωπαϊκής ιδέας και αφετέρου στο να απαντήσει στον κατεπείγοντα χαρακτήρα της τρέχουσας κρίσης, προσφέροντας χείρα βοηθείας στις χώρες που βάλλονται περισσότερο από την πανδημία. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η Ελλάδα να συγκαταλέγεται στις πλέον ωφελούμενες χώρες της κατανομής των κονδυλίων με βάση το ΑΕΠ, και η Ιταλία με την Ισπανία να έχουν να λαμβάνουν τα μεγαλύτερα ποσά, σε απόλυτη βάση.

Βασικό ερωτηματικό, που τίθεται κυρίως από την πλευρά των αγορών, είναι η επάρκεια των μέσων που προτείνει η Ε.Ε. για την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της πανδημικής κρίσης. Σαφής και τεκμηριωμένη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν μπορεί να δοθεί, λόγω του άγνωστου μεγέθους των προβλημάτων που δημιούργησε το υποχρεωτικό lockdown των οικονομιών, τα οποία εμφανίζονται σταδιακά μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Παράλληλα, η επίδραση της κρίσης στην οικονομική συμπεριφορά των πολιτών είναι ένα ακόμα άγνωστο δεδομένο, κυρίως όσον αφορά τις καταναλωτικές συνήθειες και τις επενδυτικές αποφάσεις. Το ενδεχόμενο ενός νέου κύκλου πανδημίας δεν μπορεί να ενσωματωθεί στα οικονομετρικά μοντέλα, λόγω των εμφανών αβεβαιοτήτων που συσχετίζονται με τη χρονικότητα και το μέγεθος. Ωστόσο, όλοι παραδέχονται ότι, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η διαχείριση της κατάστασης θα είναι ακόμη πιο δυσχερής σε σύγκριση με τη σημερινή. Δεν πρέπει, εξάλλου, να λησμονούμε ότι τα κονδύλια από την Ε.Ε. θα εισρεύσουν στις χώρες-μέλη από το επόμενο έτος. Ως τότε η προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης θα στηριχθεί: α) κυρίως στους εθνικούς πόρους, έπειτα από την αναστολή των στόχων του Συμφώνου Σταθερότητας και την αναθεώρηση των κανόνων κρατικών ενισχύσεων· β) στις ευνοϊκές ρυθμίσεις και τις ευελιξίες που προσέφεραν η ΕΚΤ και ο SSM στο τραπεζικό σύστημα· γ) στη χρηματοδότηση από τις αγορές, έπειτα από τη μείωση του κόστους δανεισμού κρατών και επιχειρήσεων που επέφερε η απόφαση της ΕΚΤ για την ενεργοποίηση του προγράμματος Pandemic QE ύψους 1,35 τρισ. ευρώ· δ) στην ενεργοποίηση προγραμμάτων της Ε.Ε. όπως το SURE, που αφορά την ενίσχυση της απασχόλησης και τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας.

Η αισιοδοξία ότι η πρόταση της Ε.Ε. θα γινόταν αποδεκτή από τις χώρες μέλη εξανεμίστηκε έπειτα από την εκδήλωση των αντιδράσεων των «frugal four» χωρών (Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία και Δανία). Η βασική διαφωνία τους αφορά το ύψος των μεταβιβάσεων/επιχορηγήσεων, καθώς προκρίνουν την αύξηση του μέρους των δανείων στην κατανομή των κονδυλίων. Εκείνο που ουσιαστικά προσπαθούν να αποτρέψουν είναι η περαιτέρω αμοιβαιοποίηση του χρέους και η αποφυγή της διατήρησης στο διηνεκές της δυνατότητας κοινής έκδοσης χρεογράφων, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι εργαλεία που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης ως έκτακτα και περιορισμένης διάρκειας παραμένουν ακόμα σε λειτουργία. Τις τέσσερις αυτές χώρες ακολούθησαν οι χώρες του Visegrad (Τσεχία, Πολωνία, Σλοβακία, Ουγγαρία), που εξέφρασαν διαφωνίες σχετικά με τα κριτήρια κατανομής των κονδυλίων ανά χώρα, καθώς θεωρούν ότι δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η προϋπάρχουσα οικονομική κατάσταση των χωρών-μελών (π.χ. το ποσοστό ανεργίας), αλλά μόνο οι επιπτώσεις της πανδημίας. Στα παραπάνω ζητήματα προστέθηκε το θέμα του τρόπου εποπτείας και της ικανοποίησης αιρεσιμοτήτων για την αποτελεσματική απορρόφηση της χρηματοδοτικής ενίσχυσης και της αδιάλειπτης ροής των  κονδυλίων στην κάθε χώρα.

Η αρχική ιδέα έκανε λόγο για κατάθεση από κάθε χώρα μιας λίστας δεσμεύσεων, προτεραιοτήτων, στόχων, μέτρων και μεταρρυθμίσεων που θα είναι εναρμονισμένη με τις αντίστοιχες προτεραιότητες της Ε.Ε. και για παρακολούθηση της υλοποίησής της μέσω της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου (European Semester), που προβλέπεται από τους κοινούς κανόνες εποπτείας της Ε.Ε. Ωστόσο, η επιλογή αυτής της διαδικασίας δεν φαίνεται να ικανοποίησε τους συντηρητικούς κύκλους της Ευρώπης, που έχουν αναλάβει το ρόλο «του θεματοφύλακα της ευρωπαϊκής ορθόδοξης κανονικότητας», καθώς επιθυμούν την υποχρεωτική εκπλήρωση προκαθορισμένων προαπαιτουμένων και τη δημιουργία νέων μηχανισμών εποπτείας και παρακολούθησης. Μια τέτοια προσέγγιση, όπως γίνεται αντιληπτό, επαναφέρει στο προσκήνιο μνήμες της μνημονιακής περιόδου, κάτι που δεν μπορεί να γίνει πολιτικά αποδεκτό από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Η διαπραγμάτευση για τα επίδικα της πρότασης της Επιτροπής αναμένεται να έχει αρκετά επεισόδια, καθώς θεωρείται δεδομένο ότι θα χρειαστεί η χρήση της συνηθισμένης τακτικής των συμβιβασμών προκειμένου να βρεθεί η χρυσή τομή. Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι στη σύνοδο του Ιουλίου δεν θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για το σύνολο των θεμάτων, ωστόσο αναμένεται να οριστικοποιηθούν κρίσιμα ζητήματα όπως το ύψος του MFF και του Ταμείου Ανάκαμψης, η κατανομή μεταξύ επιχορηγήσεων και δανείων, η χρονικότητα έναρξης και απορρόφησης των κονδυλίων.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η πρόταση της Ε.Ε. εμπεριέχει εκείνα τα στοιχεία που συμβάλλουν στην εκπλήρωση δύο βασικών στόχων. Πρώτος στόχος, η ουσιαστική ενίσχυση των χωρών-μελών στην προσπάθεια περιορισμού των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης. Δεύτερος στόχος, η ενίσχυση των προοπτικών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η εκδήλωση της πανδημίας, απειλής σύμμετρης με ασύμμετρες συνέπειες σε όλες τις χώρες του κόσμου, ενδεχομένως να συνέβαλε στην αλλαγή στάσης ορισμένων χωρών και να τις εξανάγκασε να συνειδητοποιήσουν ότι η ισχυροποίηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα τις καταστήσει πιο ισχυρές στο διεθνές γεωπολιτικό επίπεδο. Θα ήταν σημαντική εξέλιξη η σημερινή κρίση να δώσει στις ευρωπαϊκές ηγεσίες την ευκαιρία να προχωρήσουν από κοινού στα απαραίτητα βήματα αποκατάστασης του ιστορικού ρόλου της Ευρώπης ως πυλώνα παγκόσμιας σταθερότητας και προόδου. Παράλληλα, δίνεται μια ευκαιρία στις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις του προοδευτικού πολιτικού χώρου αφενός να υπερασπιστούν τα θετικά σημεία της πρότασης της Ε.Ε. και να «ακυρώσουν» τις διαθέσεις των συντηρητικών κύκλων για την επαναφορά «καθεστώτων εποπτείας» μνημονιακού χαρακτήρα και αφετέρου να πρωτοστατήσουν στο άνοιγμα της συζήτησης για την επόμενη ημέρα της Ευρώπης προς την κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης.