Των Γιώργου Πολυμενέα, Δημοσιογράφου, Δρ. Universitat Pompeu Fabra (Barcelona) & Δημήτρη Σεραφή, SNSF Postdoctoral Researcher – University of Liverpool, UK – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ 6», που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →
Η συζήτηση και η έρευνα σχετικά με τον «λόγο μίσους» (hate speech) και τη διάχυσή του στη δημόσια σφαίρα είναι σήμερα έντονα ανεπτυγμένη (βλ. Assimakopoulos, Baider & Millar 2017, Baider, Millar & Assimakopoulos 2020, μεταξύ άλλων), ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αύξησης φαινομένων βίας που συνδέονται με τον λόγο μίσους στην Ευρώπη (βλ. ECRI 2017). Σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΕΕ), που ορίζει τον έκνομο λόγο μίσους, αυτός ορίζεται ως:
[…] κάθε συμπεριφορά δημόσιας υποκίνησης σε βία ή μίσος που στρέφεται εναντίον μιας ομάδας ατόμων ή ενός μέλους μιας τέτοιας ομάδας που ορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την (εθνική) καταγωγή (Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2008).
Όπως προκύπτει από τον παραπάνω ορισμό, για να μπορεί να κατηγοριοποιηθεί μια έκφραση ως λόγος μίσους, πρέπει να υποκινεί δημόσια και άμεσα/ευθέως σε βία εναντίον μιας ομάδας ή ατόμων με προστατευμένα χαρακτηριστικά (χρώμα, θρησκεία κτλ.). Για παράδειγμα, εκφράσεις όπως «πνίξτε τους πρόσφυγες», «αναποδογυρίστε τις βάρκες», σαφώς εμπίπτουν στο πλαίσιο της δημόσιας υποκίνησης σε βία εναντίον ομάδας με προστατευμένα χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου θα ήταν ποινικά κολάσιμες.
Ωστόσο, λόγω και της σειράς νόμων ανά τα κράτη-μέλη της ΕΕ που απαγορεύουν εκφράσεις μίσους, η έρευνα και η σχετική συζήτηση σήμερα εστιάζει – ή οφείλει να εστιάσει – σε πιο συγκαλυμμένες μορφές του φαινομένου, μιας και «η αμεσότητα (explicitness) δεν μπορεί να είναι το καθοριστικό κριτήριο για τον ορισμό του λόγου μίσους» (Assimakopoulos 2020: 179) αφού «ο λόγος μίσους δεν πραγματώνεται, απαραίτητα, μέσω εκφράσεων μίσους [και ως εκ τούτου] μπορεί να βρίσκεται κρυμμένος σε δηλώσεις που με μια πρώτη ματιά μπορεί να φαίνονται λογικές ή φυσικές» (Weber 2009: 5). Αυτή η υπόρρητη δυνατότητα πραγμάτωσης του λόγου μίσους έκανε μελετητές που εντάσσονται στο πλαίσιο των σπουδών της (κριτικής) ανάλυσης λόγου να προβούν στη διάκριση μεταξύ «παράνομου λόγου μίσους» και «λανθάνοντος λόγου μίσους» (βλ. Baider Assimakopoulos & Millar 2017: 4˙ όπως μεταφράστηκε στο Ασημακόπουλος & Σεραφής 2020).
Σύμφωνα με αυτή τη διάκριση, ως «παράνομος λόγος μίσους» ορίζονται οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες μια δημόσια έκφραση «εμπίπτει στο εκάστοτε νομικό πλαίσιο της δημόσιας παρακίνησης σε μίσος – όπως προκύπτει, για παράδειγμα από μια ανοιχτή προτροπή του τύπου ‘φτύστε τους ομοφυλόφιλους’» ενώ ο «λανθάνων λόγος μίσους […] περιλαμβάνει όλες τις υπόλοιπες μορφές λόγου διάκρισης ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο στοιχειοθετούνται – όπως μια αναφορά στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα ως ‘αποβράσματα της κοινωνίας’ που ενώ δεν αποτελεί κατ’ ουσίαν λόγο υποκίνησης μίσους, δημιουργεί αδιαμφισβήτητα μια αρνητική εντύπωση για την εν λόγω μειονοτική ομάδα» (βλ. Ασημακόπουλος & Σεραφής 2020: 591-592).
Αν όντως, όπως αναφέρει ο Weber (2009), ο λόγος μίσους σήμερα παίρνει πιο συγκαλυμμένες μορφές, τότε η συζήτηση σχετικά με το φαινόμενο πρέπει να κινηθεί προς την αποκάλυψη της λογικής (reasoning) που κάνει τον «λανθάνοντα λόγο μίσους» να περνά απαρατήρητος και να νομιμοποιείται στην κοινωνία. Με άλλα λόγια, η σχετική συζήτηση που έχει στόχο να μειώσει και να αποσοβήσει φαινόμενα λόγου μίσους και υποκίνησης σε βία οφείλει να μελετήσει την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στις γλωσσικές αναπαραστάσεις που συγκροτούν ένα λόγο διάκρισης και στη βάση της οποίας ένας υπόρρητος ισχυρισμός (claim) μίσους και βίας μπορεί να νομιμοποιηθεί ακόμη και αν δεν εκφράζεται ρητά και δημόσια (η σχετική απόπειρα αναπτύσσεται στο πλαίσιο του προγράμματος «Un.H.A.T.E – Unveiling Hatred discourse and Argumentation in the European public sphere» που χρηματοδοτείται από το Swiss National Science Foundation (Υπεύθυνος: Δημήτρης Σεραφής).
Για τον λόγο αυτό, στη συνέχεια θα αναζητήσουμε παραδείγματα από τη συζήτηση σχετικά με τις στρατηγικές αναφοράς και κατηγοριοποίησης με τις οποίες αναπαραστάθηκε στα ελληνικά ΜΜΕ η ερώτηση που έθεσε η δημοσιογράφος Ingeborg Beugel στον Κυριάκο Μητσοτάκη κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Ολλανδό ομόλογό του Mark Rutte τον Νοέμβριο 2021 (η ερώτηση της I. Beugel και η απάντηση του Κ. Μητσοτάκη είναι διαθέσιμα στον παρακάτω σύνδεσμο από το 20:25 έως το 25:07 (https://www.youtube.com/watch?v=FvL6GvnygyU, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 9/3/2022). Σε αυτό το πλαίσιο, η δημοσιογράφος κατηγόρησε ευθέως τον πρωθυπουργό ότι ψεύδεται αναφορικά με το ζήτημα των επαναπροωθήσεων (δηλ. ότι δεν υιοθετούν τέτοιες πρακτικές οι ελληνικές λιμενικές αρχές, όπως εκείνος ισχυρίστηκε). Ειδικότερα, θα εστιάσουμε ενδεικτικά στις στρατηγικές της γλωσσικής κατασκευής της δημοσιογράφου από την Ολλανδία στα κυρίαρχα ελληνικά ψηφιακά ΜΜΕ και θα δείξουμε πώς από μια αρνητική αναπαράσταση μπορούν να αναδυθούν υπόρρητοι ισχυρισμοί.
Πιο συγκεκριμένα, λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης Τύπου, έκαναν την εμφάνισή τους στο διαδίκτυο τα πρώτα δημοσιεύματα σχετικά με την ερώτηση της Beugel και την απάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όπως προκύπτει από τους τίτλους των άρθρων αυτών, οι δύο δρώντες αναπαρίστανται με διαφορετικό τρόπο. Ο πρωθυπουργός με επίσημη κατονομασία (επίθετο) ή/και ρητή αναφορά του τίτλου του. Από την άλλη, η Beugel κατηγοριοποιείται με βάση την εθνικότητά της και τον επαγγελματικό της ρόλο χωρίς να κατονομάζεται ρητά (βλ. σχετικά van Leeuwen 2008). Μάλιστα οι στρατηγικές αυτές κυριάρχησαν και στα κοινωνικά δίκτυα. Δεν είναι τυχαίο ότι στο twitter τα πιο δημοφιλή hashtags ήταν τα #ολλανδή_δημοσιογράφος, #ολλανδή, αλλά και ο καθημερινός/λαϊκός τύπος του εθνικού ονόματος #ολλανδέζα. Ειδικά ο τελευταίος εμφανιζόταν να συνδέεται κυρίως με αρνητικές αναπαραστάσεις της Beugel.
Επιπλέον, ακολουθώντας την αδρομερή κατηγοριοποίηση του Fairclough (1995) για τους τρόπους αναπαράστασης του λόγου τρίτων στα δημοσιογραφικά κείμενα, παρατηρήσαμε ότι η πλειοψηφία των δημοσιευμάτων εστίαζε και έδινε μια αξιολογική διάσταση στην αντίδραση που προκάλεσε ο λόγος της δημοσιογράφου. Τα δημοσιεύματα αυτά έκαναν λόγο για – ακολουθούν ενδεικτικά παραδείγματα – «έντονο διάλογο» (kathimerini.gr), «σοβαρό επεισόδιο» (iefimerida,gr) ή απλώς «επεισόδιο» (lifo.gr, protagon.gr), «τσακωμό» (sputniknews.gr) Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά Μέσα επέλεξαν να αναπαραστήσουν το λόγο του πρωθυπουργό στον τίτλο τους είτε με ευθύ λόγο («Μητσοτάκης σε Ολλανδή δημοσιογράφο: Δεν θα μας προσβάλλετε», athensvoice.gr) είτε με ευθύ λόγο, ο οποίος ενισχύεται από μία διατύπωση (formulations), δηλαδή γλωσσικές εκφράσεις που αξιολογούν ή/και ερμηνεύουν το περιεχόμενο που μεταφέρεται («οργισμένη απάντηση Μητσοτάκη σε Ολλανδή δημοσιογράφο: Δεν θα με προσβάλλετε», naftemporiki.gr, καθώς και «Οργή Μητσοτάκη κατά Ολλανδής δημοσιογράφου για το προσφυγικό: Δεν θα με προσβάλετε», news247.gr). Στα παραπάνω παραδείγματα, όχι μόνο απουσιάζει από τον τίτλο οποιαδήποτε αναφορά με οποιοδήποτε μορφή γλωσσικής αναπαράστασης στο περιεχόμενο της ερώτησης της Beugel (ο διάλογος δινόταν συνήθως στην πλήρη του μορφή στο κυρίως κείμενο των άρθρων), αλλά και μέσα από την εστίαση στην αντίδραση του πρωθυπουργού και την αυτολεξεί αναφορά του περί προσβολής, δημιουργείται αμέσως μια αρνητική αναπαράσταση για την Beugel. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μόνο σε αντιπολιτευτικά Μέσα εντοπίστηκε το μέρος του περιεχομένου της ερώτησης στον τίτλο («Εκνευρισμός Μητσοτάκη με Ολλανδή δημοσιογράφο: «Κύριε πρωθυπουργέ πότε θα σταματήσετε τα ψέματα…», tvxs.gr) ή κατασκευάστηκε μια αρνητική αξιολόγηση για τον πρωθυπουργό («Eξέθεσε τον Μητσοτάκη Ολλανδή δημοσιογράφος για το προσφυγικό και τα Push Back- ‘‘Δεν θα με προσβάλλεις στο Μαξίμου’’», koutipandoras.gr). Όπως προκύπτει από τη συγκεκριμένη γλωσσική χρήση, η εικόνα του αποφασιστικού – και δικαίως οργισμένου – πρωθυπουργού ενισχύεται, ενώ αποδομείται πλήρως η εικόνα της «ξένης» δημοσιογράφου (εν τη απουσία και του περιεχομένου της ερώτησής της στην πλειοψηφία των τίτλων).
Μετά τα πρώτα αυτά δημοσιεύματα, ακολούθησε η μαζική ανάρτηση πανομοιότυπων άρθρων τα οποία έδιναν πληροφορίες σχετικά με την καριέρα και τη ζωή της Βeugel στην Ελλάδα. Η στρατηγική της αναφοράς μέσω της χρήσης του εθνικού ονόματος και της επαγγελματικής ιδιότητας εμφανίζεται κι εδώ (στο κυρίως κείμενο κατονομάζεται η Beugel). Οι τίτλοι μάλιστα στα περισσότερα ψηφιακά μέσα ήταν ταυτόσημοι «Ποια είναι η Ολλανδή δημοσιογράφος» και συμπληρώνονταν από μια αναφορική πρόταση. Η αρχική υποβάθμιση μέσα από τη μη αναφορά του πλήρους ονόματος της, αλλά μόνο της εθνικότητάς της και της επαγγελματικής ιδιότητας, ενισχυόταν περαιτέρω από μία σειρά στρατηγικών κατηγοριοποίησης που αναφέρονταν στις δράσεις της. Ενδεικτικά, η Beugel ήταν εκείνη «που πήγε έτοιμη για επεισόδιο» (eleftherostypos.gr), «που προκάλεσε το επεισόδιο στου Μαξίμου (kathimerini.gr), «που έβαλε… μπουρλότο στην κοινή συνέντευξη Τύπου» (newsit.gr), «που έκανε προβοκατόρικη ερώτηση» (protothema.gr, iefimerida.gr), «που εκνεύρισε τον Μητσοτάκη» (lifo.gr), «που προκάλεσε την οργή Μητσοτάκη» (cnn.gr, iefimerida.gr). Η εικόνα της αποδόμησης της Beugel και η αρνητική αξιολόγηση του ρόλου της ενισχύθηκε μέσω των συγκεκριμένων στρατηγικών: η δημοσιογράφος εμφανίστηκε ως μεροληπτική, που επιχείρησε να προσβάλει τον πρωθυπουργό ή, σε κάποιες περιπτώσεις, ήταν εκεί για να προκαλέσει τη οργή του.
Ο τρόπος με τον οποίο προβλήθηκε και σχολιάστηκε το περιστατικό στην πλειοψηφία των ΜΜΕ ήταν αυτός που πυροδότησε ένα μεγάλο αριθμό αρνητικών/επιθετικών σχολίων στα κοινωνικά δίκτυα (στα οποία, λόγω έκτασης, δεν μπορούμε να αναφερθούμε). Τα συγκεκριμένα σχόλια και οι επιθετικές τάσεις που αναπτύχθηκαν, εν τέλει, ανάγκασαν τη δημοσιογράφο να εγκαταλείψει προσωρινά την Ελλάδα, ύστερα και από παραίνεση της πρεσβείας της Ολλανδίας.
Χωρίς να ισχυριζόμαστε πως υπάρχει μια γραμμική σχέση μεταξύ των μιντιακών γλωσσικών επιλογών και του γεγονότος ότι η δημοσιογράφος έγινε στόχος μίσους και λεκτικών επιθέσεων, αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε στις σύντομες σκέψεις που αναπτύσσουμε εδώ, είναι η λογική που νομιμοποιεί μίσος εναντίον ενός στόχου. Ο τρόπος που κατασκευάστηκε η εικόνα της δημοσιογράφου (μεροληπτική, ανάγωγη, επιθετική), σε αντίθεση με τον εξιδανικευμένο ρόλο του πρωθυπουργού, μπορεί να ιδωθεί ως το νοηματικό έδαφος στο οποίο το μίσος εναντίον της μπορεί να καλλιεργηθεί. Με άλλα λόγια, ένας ισχυρισμός που επαγωγικά μπορεί να προκύψει από την αρνητική αναπαράσταση του ρόλου της Beugel θα μπορούσε να είναι ο ακόλουθος: η (μεροληπτική, ανάγωγη, επιθετική) Ολλανδή/Ολλανδέζα δημοσιογράφος θα πρέπει να αποκλειστεί από τη δημόσια σφαίρα (ή και να μισηθεί από τους αναγνώστες). Η απόκρυψη της ερώτησης της αλλά και η έμφαση στη θετική αναπαράσταση του πρωθυπουργού – ο οποίος μοιάζει σαν αποφασιστικά να «την έβαλε στη θέση της» – ενισχύουν τη διάκριση (και το μίσος) εναντίον ενός αρνητικά χαρακτηρισμένου κοινωνικού δρώντα. Σε αυτή τη λογική βάση το μίσος εναντίον του εκάστοτε στόχου μπορεί να φαντάζει νόμιμο και ως εκ τούτου οι οπτικές διάκρισης και μίσους μπορούν να διαχέονται αποτελεσματικότερα στον δημόσιο χώρο, χωρίς απαραίτητα να κάνουν ευθύ κάλεσμα σε βία (όπως και στην περίπτωση που εξετάσαμε εδώ).
Σημειώσεις:
- Η σχετική απόπειρα αναπτύσσεται στο πλαίσιο του προγράμματος «Un.H.A.T.E – Unveiling Hatred discourse and Argumentation in the European public sphere» που χρηματοδοτείται από το Swiss National Science Foundation (Υπεύθυνος: Δημήτρης Σεραφής).
- Η ερώτηση της Beugel και η απάντηση του Μητσοτάκη είναι διαθέσιμα στον παρακάτω σύνδεσμο από το 20:25 έως το 25:07 (https://www.youtube.com/watch?v=FvL6GvnygyU, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 9/3/2022).
- Στα οποία, λόγω έκτασης, δεν μπορούμε να αναφερθούμε.
Παραπομπές:
Amossy, R. (2009a). The New Rhetoric’s Inheritance. Argumentation and Discourse Analysis. Argumentation 23 (3), σσ. 313–324.
Amossy, R. (2009b). Argumentation in Discourse: A Socio-Discursive Approach to Arguments. Informal Logic 29 (3), σσ. 252–267.
Assimakopoulos, S. (2020). Incitement to Discriminatory Hatred, Illocution and Perlocution. Pragmatics and Society 11 (2), σσ. 177-195.
Assimakopoulos, S, Fabienne H. B. & Sharon M. (eds) (2017). Online Hate Speech in the European Union: A Discourse-Analytic Perspective. Cham: Springer.
Ασημακόπουλος, Σ., & Σεραφής, Δ. (2020). Ρητορική και Λόγος Μίσους: Oμοφοβικές Τάσεις σε Σχόλια Αναγνωστών στο Διαδίκτυο [Hate Rhetoric and Hate Speech: Homophobic Tendencies in Online News Portal Comments]. Στο Σ. Μπουκάλα & A. Στάμου (επιμ.) Κριτική Ανάλυση Λόγου: (Απο)δομώντας την Ελληνική Πραγματικότητα, σσ. 589-621. Αθήνα: Νήσος.
Baider, F. H., Assimakopoulos S. & Millar, S. (2017). Hate Speech in the EU and the C.O.N.T.A.C.T. project. Στο S. Assimakopoulos, F. Η. Baider & S. Millar (επιμ.) Online hate speech in the European Union: A discourse-analytic perspective, σσ., 1-6. Cham: Springer.
Baider, F. H., Millar, S. & Assimakopoulos, S. (επιμ.) (2020). Hate speech: Definitions, interpretations and practices [Special issue]. Pragmatics and Society 11(2).
Council of the European Union (2008). Council Framework Decision 2008/913/JHA of 28 November 2008 on Combating Certain Forms and Expressions of Racism and Xenophobia by Means of Criminal Law. Official Journal of the European Union L 328/55. Διαθέσιμο στο http://eurlex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2008:328:0055:0058:en:PDF
ECRI (2017). Διαθέσιμο στο https://www.coe.int/en/web/european-commission-against-racism-and-intolerance/
Fairclough, N. (1995). Media Discourse. London: Edward Arnold.
van Leeuwen, T. (2008). Discourse and Practice: New Tools for Critical Discourse Analysis. Oxford: Oxford University Press.
Weber, A. (2009). Manual on hate speech. Strasbourg: Council of Europe Publishing.