Ανάλυση του Διονύση Τεμπονέρα, Δικηγόρου – Εργατολόγου, Υπ. διδάκτορα Δημοσίου Δικαίου, ΕΚΠΑ – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #5 – Κυβερνητικός λόγος & ΜΜΕ: Φάσεις & αντιφάσεις» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το  ΕΝΑ →

Η συμπλήρωση δύο και πλέον ετών από την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία  συμπίπτει με την ολική αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας και του εργατικού δικαίου, ειδικά μετά την έναρξη εφαρμογής του διαβόητου «νόμου Χατζηδάκη» (ν. 4808/2021).

Τον Μάρτιο του 2020, ο πρώην υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γ. Βρούτσης δήλωνε ευθαρσώς ότι η κυβέρνηση, με αφορμή την πανδημία, έχει σκοπό να «ξαναγράψει το εργατικό δίκαιο από την αρχή». Και έτσι συνέβη.

Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι το πουλόβερ είχε αρχίσει να ξηλώνεται ήδη από τις πρώτες μέρες της ανόδου της ΝΔ στην εξουσία, δηλαδή από τον Ιούλιο του 2019. Η κυβέρνηση, αμέσως μετά τις εκλογές, υποβάθμισε το ΣΕΠΕ σε απλή Διεύθυνση του υπουργείου Εργασίας, κατήργησε τον βάσιμο λόγο απόλυσης, καθώς και τα μέτρα προστασίας των εργολαβικών εργαζομένων, κατήργησε τη 13η σύνταξη και νομοθέτησε την υπονόμευση του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων με την πρόβλεψη εξαίρεσης από τις αρχές της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης επιχειρήσεων, καθώς και την κατάργηση του δικαιώματος προσφυγής των εργαζομένων στη διαιτησία.

Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι έσπευσε να εισαγάγει νομοθετική ρύθμιση με την οποία προέβλεψε ότι, στο θέμα των νέων προσλήψεων στη ΔΕΗ, θα καταρτίζονται συμβάσεις αορίστου χρόνου, που ρυθμίζουν τις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου όπως αυτές ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα, κατά παρέκκλιση από την ισχύουσα στην επιχείρηση Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή από τον Κανονισμό Κατάστασης Προσωπικού ΔΕΗ. Η εξαίρεση αυτή αφορούσε τις αποδοχές των νεοπροσλαμβανομένων, τις άδειες, τις κάθε είδους προσαυξήσεις των αποδοχών, τα επιδόματα και λοιπές παροχές, καθώς και τους όρους και τη διαδικασία των απολύσεων (άρση μονιμότητας). Με τον τρόπο αυτό, δημιουργήθηκαν εργαζόμενοι «διαφορετικών ταχυτήτων» και συνθήκες κοινωνικού αυτοματισμού εντός της επιχείρησης, που προετοίμασαν το έδαφος για τη σημερινή προϊούσα ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ.

Κανείς πια δεν μένει ανεπηρέαστος από τη νέα αυτή κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που εισάγει το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα εργασίας:

α) Πλήττεται, σε κάθε περίπτωση, η κοινωνική πλειοψηφία και όλοι οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.

β) Πλήττονται οι άνεργοι, καθώς ενθαρρύνεται και επισπεύδεται η υπερεκμετάλλευση των υφιστάμενων εργαζομένων με μείωση των αποδοχών και αποτρέπονται έτσι οι νέες προσλήψεις.

γ) Πλήττεται κατεξοχήν η νέα γενιά, που καταδικάζεται σε ένα μέλλον φθηνής, ελαστικής εργασίας και εργασιακής επισφάλειας, χωρίς δικαιώματα, που θα οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυση του «brain drain». Το πρόσφατο παράδειγμα με τους εργαζόμενους της e-food δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πρώτη γεύση της γενικευμένης επισφάλειας που θα επικρατήσει στους χώρους δουλειάς, σε συνδυασμό με την έξαρση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, που σαφώς και ενθαρρύνεται από τις προβλέψεις του ν.4808/2021.

δ) Πλήττονται ακόμα και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς φαινομενικά αποκτούν ένα πρόσκαιρο οικονομικό όφελος από τη συμπίεση του εργατικού κόστους, μεσο-μακροπρόθεσμα όμως η μείωση του λαϊκού εισοδήματος θα οδηγήσει στη μείωση της κατανάλωσης, συνεπώς και στη μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων.

δ) Ο «νόμος Χατζηδάκη» κατήργησε το οκτάωρο, καθώς με τις ατομικές συμβάσεις που προωθεί και γενικεύει επιβάλλει τη δεκάωρη εργασία, χωρίς πρόσθετες αποδοχές, αλλά με «πληρωμή» σε ρεπό, διπλασίασε τις φθηνές υπερωρίες, κατέλυσε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και οδηγεί σε ανεξέλεγκτες απολύσεις. Την ώρα που η στήριξη των εργαζομένων ενισχύεται διεθνώς για την άμβλυνση των επιπτώσεων της πανδημίας, η κυβέρνηση κινείται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση της απορρύθμισης.

ε) Η κυβέρνηση συνεχίζει τη διάλυση των ελεγκτικών μηχανισμών και ενθαρρύνει την παραβατικότητα στην αγορά εργασίας. Η μετατροπή του ΣΕΠΕ σε Ανεξάρτητη Αρχή δεν επιτρέπει την πολιτική λογοδοσία και τον έλεγχο και «αποκοινωνικοποιεί» έναν υποστηρικτικό για τα δικαιώματα των εργαζόμενων θεσμό, όπως ήταν μέχρι σήμερα η Επιθεώρηση Εργασίας, καθιστώντας τον απρόσιτο, ακριβό και άκρως γραφειοκρατικό.

στ) Η κυβέρνηση πραγματοποιεί μια επίθεση χωρίς προηγούμενο στις συνδικαλιστικές ελευθερίες και στην ουσία καταργεί το δικαίωμα της απεργίας, στοχεύοντας στον εκφοβισμό των εργαζόμενων που διεκδικούν τα δικαιώματά τους, με την πρόβλεψη της δυνατότητας απόλυσης των συνδικαλιστών και τη θέσπιση «αστικής ευθύνης» των σωματείων και των συνδικαλιστών. Η πρόσφατη απεργία των εκπαιδευτικών για το ζήτημα της αξιολόγησης (που κρίθηκε παράνομη από τα δικαστήρια) έφερε στο φως τις απολύτως γραφειοκρατικές διατυπώσεις και προβλέψεις του νέου νόμου, που πλήττουν τελικά τον στενό πυρήνα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην απεργία. Με τις προβλέψεις του νόμου Χατζηδάκη, η απεργία σύντομα θα αποτελεί μια μακρινή ανάμνηση.

Οι ανωτέρω παρεμβάσεις δεν είναι «τεχνικές». Πρόκειται για ουσιαστικές παρεμβάσεις στρατηγικού, διαρθρωτικού χαρακτήρα, που επιφέρουν μόνιμες και δύσκολα αναστρέψιμες μεταβολές στο παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε μια «Ειδική Οικονομική Ζώνη» όπου οι επενδυτές προσέρχονται στηριζόμενοι στην παραδοχή ότι η φτηνή και ελαστική εργασία συνιστά προαπαιτούμενο για κάθε επένδυση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι λοιπές χώρες του πλανήτη που στήριξαν την παραγωγική τους βάση στη λανθασμένη παραδοχή ότι η μείωση του εργατικού κόστους αυξάνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και των επιχειρήσεων καταδίκασαν τους λαούς τους σε ένα δυστοπικό εργασιακό μέλλον, μειωμένων μισθών και εισοδημάτων.

Η δεύτερη αντιμεταρρύθμιση της κυβέρνησης της ΝΔ δεν είναι άλλη από τον νέο ασφαλιστικό νόμο (ν.4826/2021). Το ασφαλιστικό για «τη νέα γενιά», όπως ονομάστηκε, είναι αναχρονιστικό, παρωχημένο, αναποτελεσματικό και ριψοκίνδυνο. Θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τον προϋπολογισμό των ασφαλιστικών ταμείων, εκθέτοντας τα αποθεματικά τους στον κίνδυνο των χρηματαγορών, αλλά και τον ίδιο τον κρατικό προϋπολογισμό. Το κόστος της «μεταρρύθμισης» ξεπερνάει τα 70 δισ. ευρώ μέχρι το 2070, και υπονομεύει τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας και τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Το νέο σύστημα στηρίζεται στη μετάβαση από το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων παροχών στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών, σύμφωνα με το οποίο ο ασφαλισμένος δεν γνωρίζει ποια θα είναι η επικουρική σύνταξη που θα λάβει, παρά μόνο ποιες οι εισφορές που θα δίνει. Το ύψος των παροχών-συντάξεων εξαρτάται από τις αποδόσεις των εισφορών που θα επενδύονται στις εγχώριες και διεθνείς χρηματαγορές. Η υποστήριξη των υφιστάμενων συντάξεων τίθεται εν αμφιβόλω, καθώς παύει από το 2022 η χρηματοδότησή τους από τις εισφορές των εν ενεργεία εργαζομένων.

Είναι, επίσης, γνωστό ότι σε συνθήκες ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων εντός ΕΕ δεν μπορεί να παρεμποδιστεί η φυγή των κεφαλαίων στο εξωτερικό. Αν συνυπολογίσουμε και τον αφελληνισμό της ιδιωτικής εγχώριας ασφαλιστικής αγοράς (η οποία και θα κληθεί να διαχειριστεί τα κεφάλαια που θα προκύψουν από το νέο σύστημα) με την πλήρη κυριαρχία των ξένων πολυεθνικών ασφαλιστικών κολοσσών, τότε το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι ξένες επιχειρήσεις θα αντλούν κεφάλαια που θα επενδύονται στα ξένα χρηματιστήρια. Τα οφέλη δεν θα αφορούν την ελληνική οικονομία, αλλά τα διεθνή funds και τις ξένες οικονομίες.

Σε περίπτωση ικανοποιητικών αποδόσεων των «επενδύσεων», θα προκύπτει ένα, μικρό κατά κανόνα, όφελος για τις μελλοντικές επικουρικές συντάξεις των συνταξιούχων-επενδυτών. Αν όμως συμβεί αυτό που συνέβη, για παράδειγμα, στις ΗΠΑ το 2008 (χώρα-πρότυπο στην εταιρική διακυβέρνηση), όταν δεκάδες δισεκατομμύρια χάθηκαν στο χρηματιστήριο λόγω της φούσκας των ακινήτων, τότε οι επιπτώσεις για τον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό που θα κληθεί να καλύψει τις ζημιές θα είναι ολέθριες. Η κυβέρνηση, χωρίς κανέναν κοινωνικό διάλογο, ρισκάρει το μέλλον των νέων εργαζόμενων για τα επόμενα 50 χρόνια.

Συμπερασματικά, η τελευταία διετία, όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση και την εργασία, απετέλεσε την πιο πυκνή, αντιδραστική και οπισθοδρομική περίοδο της μεταπολίτευσης∙ μια περίοδο που αναβάθμισε ποιοτικά και ποσοτικά την επίθεση εις βάρος των εργαζομένων και των μικρομεσαίων, θυμίζοντας έντονα την περίοδο 1990-1993. Τότε, όπως και τώρα, οι εξελίξεις καθορίστηκαν από την απάντηση ενός πλατιού, δημοκρατικού, προοδευτικού, λαϊκού μετώπου, με τις δυνάμεις της εργασίας στο επίκεντρο. Αν οι πολιτικές και κοινωνικές πλειοψηφίες κινηθούν προς την κατεύθυνση αυτή, υπάρχει ελπίδα για ανάδειξη εναλλακτικών προοπτικών πέραν του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου μοντέλου.