Toυ Θάνου Λιάπα, υποψήφιου Διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης, European University Viadrina – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων #1 του ΕΝΑ → 

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των τριών κομμάτων, SPD, Πρασίνων και Φιλελευθέρων (FDP) για το σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης προχωρούν ταχύτερα του αναμενομένου. Ήδη υπογράφηκε μεταξύ τους στις 15 Οκτώβρη μία προσωρινή συμφωνία με βάση την οποία θα λάβουν χώρα οι διαπραγματεύσεις με στόχο να υπογραφεί μέχρι τέλη Νοεμβρίου η επίσημη συμφωνία της νέας κυβέρνησης συνεργασίας.

Το κείμενο της προσωρινής συμφωνίας αποτελεί έναν συμβιβασμό μεταξύ των τριών κομμάτων και κινείται σε μετριοπαθή κατεύθυνση. Το προγραμματικό αίτημα του SPD και των Πρασίνων για αύξηση της φορολόγησης του πλούτου και των επιχειρήσεων, όπως αναμενόταν, δεν έγινε αποδεκτό από το FDP. Από την άλλη το FDP, αποδέχθηκε την αύξηση κατά 25% του κατώτατου ωρομισθίου από τον Γενάρη του 2022, από τα 9,60 ευρώ στα 12 ευρώ, δηλαδή πολύ πάνω από το επίπεδό του στην Ολλανδία (10,34€), τη Γαλλία (10,25€) και το Βέλγιο (9,85€). Προβλέπεται, επίσης, η κατάργηση του διαβόητου Hartz ΙV, προϊόντος της ατζέντας 2010 του τελευταίου σοσιαλδημοκράτη Καγκελάριου Γκ. Σρέντερ και η αντικατάστασή του από το «εισόδημα πολίτη». Επίσης, η προσωρινή συμφωνία απορρίπτει οποιαδήποτε μείωση των συντάξεων, καθώς και την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης. Σε ό,τι αφορά το καυτό θέμα της στέγασης, η συμφωνία προβλέπει την κατασκευή 400.000 νέων κατοικιών το χρόνο, εκ των οποίων οι 100.000 θα είναι χρηματοδοτούμενες από το κράτος, καθώς επίσης και την παράταση ισχύος των κανόνων που ρυθμίζουν τον ρυθμό αύξησης των ενοικίων.

Όπως δείξαμε σε προηγούμενο κείμενό μας, υπάρχει, εκ μέρους της γερμανικής εξαγωγικής βιομηχανίας αλλά και των συνδικάτων, η θέληση για μεγάλης κλίμακας δημόσιες επενδύσεις για την επόμενη δεκαετία, που θα προωθήσουν την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση και θα προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις. Μάλιστα, όπως δείχνει το Bruegel, η Γερμανία χαρακτηρίζεται εδώ και πολλά χρόνια (με εξαίρεση το 2016-2019) από χαμηλές επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. Όμως, ύστερα από επιμονή του FDP και τη μετριοπαθή στάση των σοσιαλδημοκρατών, η προσωρινή συμφωνία αναφέρει ότι το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους» θα τηρηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι τα περιθώρια για δημόσιες δαπάνες θα είναι περιορισμένα.

Ως προς την αναθεώρηση του ΣΣΑ, που αποτελεί κομβικό θέμα για τον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά και για την πολιτική συνοχή της ΕΕ, η προσωρινή συμφωνία κινείται κατά βάση προς «φειδωλή» κατεύθυνση. Όπως αναφέρει κατά λέξη η συμφωνία, «το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχει αποδείξει την ευελιξία του. Στη βάση λοιπόν αυτού του Συμφώνου, θέλουμε να διασφαλίσουμε την ανάπτυξη, να διατηρήσουμε τη βιωσιμότητα του χρέους και να προωθήσουμε βιώσιμες και φιλικές προς το περιβάλλον επενδύσεις».

Η θέση αυτή εκφράζει όχι μόνο τον πολιτικό συμβιβασμό μεταξύ Πρασίνων, FDP και SPD -με το τελευταίο να έχει ήδη προγραμματικά εκφράσει μία μετριοπαθή θέση-, αλλά και τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της γερμανικής κοινωνίας και οικονομίας. Από τη μία, το γερμανικό πολυεθνικό κεφάλαιο υποστηρίζει, όπως έχουμε δείξει, μια «αντι-κυκλική» αναθεώρηση του ΣΣΑ και περισσότερη ευελιξία στην εφαρμογή του. Από την άλλη, ο σύνδεσμος γερμανικών οικογενειακών επιχειρήσεων, που εκφράζει τα συμφέροντα και την ατζέντα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, διατυπώνει την πλέον «φειδωλή» στάση ως προς το ζήτημα, αντανακλώντας την ορντολιμπεραλιστική ατζέντα της Bundesbank.

Όμως η ΕΕ χρειάζεται, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 650 δισ. ευρώ ετησίως σε δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις μέχρι το 2030 για την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση. Επιπλέον, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Bruegel, ορισμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης θα έπρεπε να προβούν σε μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, της τάξης του 5%-6% του ΑΕΠ, για να ανταποκριθούν στα όσα προβλέπει το ΣΣΑ. Ήδη η Ιταλία έχει ανακοινώσει στον προϋπολογισμό του 2023 και 2024 έλλειμμα μεγαλύτερο του 3%. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άνοιξε πρόσφατα τον δημόσιο διάλογο περί αναθεώρησης του ΣΣΑ. Παρόλα αυτά, το στρατόπεδο των φειδωλών χωρών είναι ήδη μεγάλο και, εάν σε αυτό ενταχθεί και η Γερμανία, θα γίνει άτρωτο.

Σε κάθε νέα κρισιακή συγκυρία, οι δομικές αντιφάσεις του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και της ΕΕ και ΟΝΕ, έρχονται εκ νέου στην επιφάνεια με ένταση. Η μη ριζική αναθεώρηση του ΣΣΑ είναι εξαιρετικά πιθανό να οδηγήσει σε νέο κύκλο λιτότητας, σε περαιτέρω απονομιμοποίηση της ΕΕ, ανάκαμψη του «αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού» μετά την «παρένθεση» της πανδημίας και βεβαίως τάσεις απόσχισης από το ευρώ ή την ΕΕ. Οι εξελίξεις και οι αποφάσεις που θα λάβουν χώρα το επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι επομένως καθοριστικές για το μέλλον της ΕΕ, των κρατών-μελών και των ευρωπαϊκών λαών.