Ο Πέτρος Βαμβακάς, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών του Emmanuel College της Βοστώνης, αναλύει στο ΕΝΑ τις γεωπολιτικές εξελίξεις που πυροδοτούν στην Ανατολική Μεσόγειο η πανδημία και η συνακόλουθη κρίση στην αγορά ενέργειας, υπογραμμίζοντας τους κινδύνους που εγκυμονούν οι τουρκικές επιδιώξεις στην περιοχή →
Τους τελευταίους δύο μήνες η διασπορά του κορονοϊού και η συνακόλουθη προσπάθεια των εθνικών κυβερνήσεων να διαμορφώσουν δημόσιες πολιτικές στο εσωτερικό των χωρών τους ως απάντηση στην πανδημία κυριάρχησαν στον δημόσιο και ιδιωτικό λόγο. Η κυρίαρχη πολιτική προσέγγιση της καραντίνας (lockdown) και της κοινωνικής αποστασιοποίησης (social distancing) έχει ουσιαστικά «τραβήξει χειρόφρενο» στην παγκόσμια οικονομία, κατακρημνίζοντας την παγκόσμια αγορά ενέργειας, εξαλείφοντας κάθε ψευδή αίσθηση σταθερότητας και επιταχύνοντας το γεωπολιτικό παίγνιο. Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαιτέρως εμφανής στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία την τελευταία δεκαετία έχει υπάρξει εστία ανάφλεξης της παγκόσμιας προσφυγικής κρίσης, οικονομικής αναταραχής, πολιτικής αστάθειας, εμφύλιου πολέμου και πολέμου των περιφερειακών παικτών δι’ αντιπροσώπων.
Φαίνεται ότι τα τελευταία γεγονότα μετατόπισαν το γεωπολιτικό πλεονέκτημα προς περιφερειακούς δρώντες που είναι καθαροί εισαγωγείς ενέργειας έναντι του πλεονεκτήματος που, εδώ και δεκαετίες, απολάμβαναν οι εξαγωγείς ενέργειας. Παρότι η εξέλιξη αυτή μπορεί να είναι προσωρινή, καθώς η παγκόσμια αγορά θα επανενεργοποιηθεί και οι εξαγωγείς ενέργειας οπωσδήποτε θα ανακάμψουν, καθιστά ωστόσο την παρούσα περίοδο ιδιαίτερα επικίνδυνη. Υπάρχει ένα προσωρινό τακτικό πλεονέκτημα για μια χώρα σαν την Τουρκία, που φιλοδοξεί να υλοποιήσει τη φιλόδοξη και τολμηρή της ατζέντα στην περιοχή που εκτείνεται από τη Συρία ως τη Λιβύη.
Ο Πέτρος Βαμβακάς, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών του Emmanuel College
Εν μέσω αυτής της κρίσης, τα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου αναγκάστηκαν να στρέψουν την προσοχή τους στην αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιας υγείας στο εσωτερικό τους, που κατέδειξε την ευθραυστότητα κάθε χώρας και τους περιορισμούς της στην εξισορρόπηση γεωπολιτικών φιλοδοξιών και εσωτερικών ανησυχιών. Η ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας, με την έναρξη πολέμου για τις πετρελαϊκές τιμές με τη Ρωσία -ο οποίος είχε καταστροφικές συνέπειες για το Ριάντ σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο-, μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως τέτοια.
Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, χώρες οι οποίες την τελευταία δεκαετία υποστήριξαν ενεργά περιφερειακούς «αντιπροσώπους» όπως η Υεμένη, η Συρία και η Λιβύη την επαύριο της Αραβικής Άνοιξης, αναγκάστηκαν τώρα να υποχωρήσουν προκειμένου να διαχειριστούν εσωτερικά ζητήματα. Κατά συνέπεια, η τακτική αυτή υποχώρηση μετέβαλε την ισορροπία, με όρους στρατηγικού πλεονεκτήματος, και στα τρία μέτωπα αντιπαράθεσης. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στο Ιράν να αποκομίσει οφέλη στην Υεμένη και ενίσχυσε τις θέσεις Ρωσίας και Τουρκίας ως διεκδικητών στη Συρία. Παρότι το Ιράν έχει υποστεί καίριο πλήγμα από τον κορονοϊό, η κατάρρευση της ενεργειακής ζήτησης δεν θα έχει απαραίτητα τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα. Κατά ειρωνικό τρόπο, το εμπάργκο που υφίσταται ήδη και οι διασυνδέσεις με τις ασιατικές αγορές θα θωρακίσουν, ως έναν βαθμό, μια οικονομία που βρίσκεται σε δεινή θέση. Παρόλ’ αυτά, το Ιράν θα δυσκολευτεί να διατηρήσει την εμπλοκή του στο Ιράκ, τη Συρία και το Λίβανο, ενώ θα αντιμετωπίσει και νέες προκλήσεις τόσο στον Κόλπο όσο και με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στο άλλο άκρο, Λίβανος, Ιορδανία και Ισραήλ θα ωφεληθούν από τους περιορισμούς που έχει επιφέρει ο κορονοϊός και από την κατάρρευση της αγοράς ενέργειας. Ο Λίβανος βρισκόταν και βρίσκεται εν μέσω οικονομικής κρίσης, αντιμέτωπος με το δύσκολο δίλημμα μεταξύ των σκληρών πολιτικών του ΔΝΤ και της στήριξης από το Ιράν μέσω της Χεζμπολάχ. Η περίοδος αυτή επέτρεψε μια αναβολή των εξελίξεων, αφού ο αριθμός των χωρών που ζητούν βοήθεια από το ΔΝΤ αυξάνεται εκθετικά μέρα με τη μέρα. Για την Ιορδανία, μια χώρα-εισαγωγέα ενέργειας, τα μειωμένα ενεργειακά κόστη είναι αρκετά σημαντικά ώστε να αντισταθμίσουν τα μειωμένα τουριστικά έσοδα. Πρόκειται για μια σπάνια περίσταση κατά την οποία Λίβανος, Ιορδανία και Ισραήλ θα μπορούσαν να βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο· όμως το Ισραήλ κερδίζει και από την καταρρέουσα αγορά ενέργειας και την εξάπλωση της πανδημίας, καθώς φόβισε τα δύο μεγάλα κόμματα επαρκώς ώστε να συμφωνήσουν στη δημιουργία μιας κυβέρνησης συνασπισμού, προκειμένου να αποφευχθεί μια τέταρτη εκλογική αναμέτρηση σε λιγότερο από έναν χρόνο, την ώρα που η πανδημία και η ενεργειακή κρίση θεωρήθηκαν γενικότερο ζήτημα ασφαλείας.
Στη Βόρεια Αφρική η Τυνησία, η Αίγυπτος και η Λιβύη θα επηρεαστούν σε διαφορετικό βαθμό από το μεταβαλλόμενο τοπίο που έχει φέρει η πανδημία και η κατάρρευση της αγοράς ενέργειας. Η Τυνησία, η πιο επιτυχημένη «επιζήσασα» της Αραβικής Άνοιξης του 2010, έπειτα από μήνες αβεβαιότητας, σχημάτισε μια αδύναμη κυβέρνηση συνασπισμού. Δυστυχώς η κυβέρνηση του Φαχφάχ στερείται της πολιτικής βούλησης και ισχύος να ελιχθεί αποτελεσματικά στις οικονομικές δυσκολίες που θα επακολουθήσουν, αφού οι κρίσεις της πανδημίας και της ενέργειας θα θέσουν τη χώρα, που εξαρτάται από τον τουρισμό, τη γεωργία και την ενέργεια, ενώπιον σκληρών διλημμάτων. Είναι βέβαιο ότι η Τυνησία θα προστεθεί στη μακρά λίστα των χωρών που θα ζητήσουν τη βοήθεια του ΔΝΤ στο εγγύς μέλλον. Η Αίγυπτος, η οποία ωφελήθηκε τα μάλα από τη γενναιοδωρία της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων τα τελευταία χρόνια, ειδικά επί διακυβέρνησης του Προέδρου Σίσι, που επέλεξε μια πιο κοσμική κυβερνητική πορεία σε σχέση με αυτή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, πρόκειται να δει σύντομα το τέλος της βοήθειας αυτής, μετά την κατάρρευση της αγοράς ενέργειας. Η κατάσταση στην Αίγυπτο περιπλέκεται περαιτέρω λόγω της συνεχιζόμενης διαμάχης της χώρας με την Αιθιοπία και το Σουδάν για το φράγμα που κατασκευάζει η πρώτη στο Νείλο. Πρόκειται για μια κατάσταση που έμοιαζε ότι θα οδηγούνταν σε βέβαιη σύγκρουση· ωστόσο, τις τελευταίες δύο εβδομάδες υπερκεράστηκε, καθώς η προσοχή της αιγυπτιακής κυβέρνησης στράφηκε στον κορονοϊό.
Η χώρα στην οποία διακυβεύονται τα περισσότερα είναι η Λιβύη, καθώς, με την αποχώρηση ΗΑΕ/Σ. Αραβίας, θα μπορούσε να βιώσει μια ειρηνευτική διαίρεση στο πρότυπο της Υεμένης, δεδομένου ότι ο Εθνικός Στρατός του Χαλίφα Χαφτάρ (LNA) λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της στήριξής του από τις χώρες του Κόλπου. Η παρούσα Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA), η οποία είναι εχθρική προς τον Χαφτάρ, στηρίζεται κυρίως από την Τουρκία και αποκομίζει οφέλη παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στη Λιβύη στη μετά τη σύγκρουση εποχή. Η Τουρκία στη Λιβύη, όπως και το Ιράν στην Υεμένη, έχουν πολλά να κερδίσουν, και η υποχώρηση των χωρών του Κόλπου προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία.
Η πιο σημαντική υφέρπουσα τάση στην Ανατολική Μεσόγειο την τελευταία δεκαετία ήταν η υποχώρηση ή η ανικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και των ευρωπαϊκών δυνάμεων να παίξουν το ρόλο που διαδραμάτιζαν στην περιοχή τις περασμένες δεκαετίες και αιώνες. Η πανδημία κατέδειξε περαιτέρω την απροθυμία της ΕΕ να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις συλλογικά, καθώς τα κράτη υιοθέτησαν την ίδια στενή εθνικιστική προσέγγιση που είχαν ακολουθήσει στο ζήτημα τόσο των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών όσο και της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2009. Η Ιταλία και η Μάλτα έκλεισαν τελείως τα σύνορα και τα αυτιά τους στο προσφυγικό, ενώ οι καταστροφικές συνέπειες της πανδημίας στην Ιταλία δεν έχουν συνειδητοποιηθεί ακόμη πλήρως. Ωστόσο, αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι, παρά την ανθρωπιστική και οικονομική καταστροφή, τα χρόνια ζητήματα της αλληλεγγύης και της συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένουν και έχουν ενταθεί. Πρόκειται για την τρίτη κρίση μέσα σε μία δεκαετία -υπολογίζοντας την οικονομική και προσφυγική κρίση από το 2009- στην οποία ο Βορράς και ο Νότος της ΕΕ δεν έχουν καταφέρει να επιτύχουν μια κοινή πολιτική προσέγγιση.
Καθώς κινούμαστε γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο, καθίσταται σαφές ότι τα δεδομένα για κάθε χώρα θα είναι διαφορετικά και θα περιλαμβάνουν προκλήσεις, ενώ ενδέχεται να βρεθούμε ενώπιον μιας νέας περιφερειακής ισορροπίας. Τις περισσότερες πιθανότητες για σύγκρουση συγκεντρώνει ενδεχομένως η μάχη για μια νέα ισορροπία στην περιοχή γύρω από την Τουρκία, καθώς και η σταθερά αναπτυσσόμενη και φιλόδοξη περιφερειακή ατζέντα της Άγκυρας. Το ξαφνικό γεωπολιτικό πλεονέκτημά της στην Αν. Μεσόγειο, καθώς η μειωμένη παρουσία της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, σε συνδυασμό με την «απουσία» ΗΠΑ και ΕΕ, έχει απομακρύνει όλους τους αντιπάλους και ανταγωνιστές της για περιφερειακή κυριαρχία. Το modus vivendi που εγκαθιδρύθηκε με τη Ρωσία στη Συρία και η ενεργός συμμετοχή στη Λιβύη, με περιορισμένη απώθηση, ενδυνάμωσαν την κυβέρνηση Ερντογάν σε δύο μέτωπα, στις αξιώσεις της εξωτερικής πολιτικής σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και στην εδραίωση ενός εθνικιστικού λαϊκισμού στο εσωτερικό της Τουρκίας, προστατεύοντας ενδεχομένως την κυβέρνηση από την επικείμενη οικονομική κατάρρευση. Η ασαφής οικονομική κατάσταση στο εσωτερικό και οι φιλοδοξίες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, οι οποίες εμφανίζονται εφικτές, καθιστούν τη χώρα την πιο επικίνδυνη στην περιοχή και μία αντιπαράθεση με την Ελλάδα πιθανή.
Οι αντιλήψεις και παρανοήσεις ισχύος και η ξαφνική μεταβολή των συσχετισμών δύναμης είναι κλασικές συνταγές σύγκρουσης και πολέμου. Οι καταρρέουσες αγορές ενέργειας επιτρέπουν στην Τουρκία να αναζητήσει πλεονεκτήματα σε ένα γεωπολιτικό τοπίο που αποτελείται πλέον από αδύναμους ή υποχωρούντες δρώντες, ενώ την ίδια ώρα η ίδια ωφελείται ως καθαρός εισαγωγέας ενέργειας. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι τουρκικές φιλοδοξίες ματαιώθηκαν λόγω εγχώριων, περιφερειακών και παγκόσμιων συνθηκών, που ήταν αναντίστοιχες, καθώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις, από την εποχή του Τουργκούτ Οζάλ -εμπνεόμενες από τις πρόσφατες μνήμες της Αυτοκρατορίας-, έπαιξαν με τις φιλοδοξίες του παντουρκισμού ή του πανοθωμανισμού. Αυτή τη φορά, φαίνεται ότι το επίπεδο φιλοδοξίας μπορεί να ισοσκελίζεται από μια αντίληψη εφικτότητας, πράγμα που θα οδηγούσε σε μια καταστροφή στην περιοχή.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η τουρκική κυβέρνηση δυσκολεύτηκε να αντιμετωπίσει τον κορονοϊό και την κατάρρευση της λίρας αποτελεσματικά και με διαφάνεια. Ταυτόχρονα, σημειώθηκε όξυνση της εθνικιστικής ρητορικής σε σειρά ζητημάτων, από το προσφυγικό μέχρι τη Λιβύη και τις υπεράκτιες γεωτρήσεις στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο. Ενώ τα πλοία με τα τρυπάνια της Exxon/Mobil και της Total φεύγουν από την περιοχή, καθώς είναι απαγορευτική η περαιτέρω έρευνα σε αυτή τη φάση, η Τουρκία αξιοποιεί την ευκαιρία για να δημιουργήσει προηγούμενο και να εγκαθιδρύσει de facto κυριαρχικά δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο αψηφώντας τα επιχειρήματα Κύπρου και Ελλάδας. Η επιπόλαιη προσέγγιση των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου σε αυτή τη φάση μπορεί να αποδειχθεί επιζήμια στο μέλλον. Ο κύβος ερρίφθη. Είναι θέμα μηνών η Τουρκία να μπορέσει να δημιουργήσει μια ζώνη στη Βόρεια Συρία, τώρα πια με την αποδοχή και τη συγκατάθεση της Ρωσίας, όπως υποδηλώνεται από τις κοινές περιπολίες στην περιοχή. Η Τουρκία έχει επίσης εδραιώσει με επιτυχία την παρουσία της στη Λιβύη, συμμετέχοντας αποτελεσματικά σε μια συνεχή επίθεση -από τις 4 Απριλίου- εναντίον του Χαφτάρ, και έχει εισχωρήσει, χωρίς καμία αντίσταση από την Ελλάδα και την Κύπρο, στην Ανατολική Μεσόγειο, την ώρα που τα γαλλικά και αμερικανικά συμφέροντα φεύγουν από την περιοχή.
Το σύνθημα της περιόδου φαίνεται να είναι η «επιστροφή στην κανονικότητα» μετά την υποχώρηση της πανδημίας, αλλά φοβάμαι ότι, χωρίς αντίσταση στον σταθερό τουρκικό επεκτατισμό, η επιστροφή στη μετα-τον-κορονοϊό Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να περιλαμβάνει την Τουρκία ως κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη· ιδιαίτερα αν η περιφερειακή κυριαρχία της Τουρκίας δεν απειλήσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά αντίθετα σταθεροποιήσει την περιοχή.
Διαβάστε ακόμη: