H Μαρίνα Πρεντουλή, Επίκουρη Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης & Πολιτικής Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αγγλίας, γράφει στο ΕΝΑ για τις εξελίξεις που αναμένεται να δρομολογήσει στο μέτωπο του Brexit η εκλογή του Μπόρις Τζόνσον στην πρωθυπουργία της Βρετανίας καθώς και για τη στάση των Εργατικών του Τζέρεμι Κόρμπιν →

Η εκλογή του Μπόρις Τζόνσον ως αρχηγού του Συντηρητικού Κόμματος και κατ’ επέκταση Πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται ότι βοηθά την ανάκτηση των ψήφων των οπαδών της αποχώρησης που είχαν διαρρεύσει προς το νέο κόμμα του Φάρατζ, το Κόμμα του Brexit.

Σύμφωνα με τελευταίες δημοσκοπήσεις, η διαφορά με το Εργατικό Κόμμα είναι σημαντική, και σε αυτό συμβάλλει το καθαρό μήνυμα υπερ της εξόδου: «Στις 31 Οκτώβρη φεύγουμε, με ή χωρίς συμφωνία». Φυσικά, η πολιτική συγκυρία είναι πολύ πιο δύσκολη, παρ’ όλο που ο Τζόνσον (πολύ ορθά από επικοινωνιακή άποψη) έχει υιοθετήσει έναν αισιόδοξο ρητορικό τόνο, που προσβλέπει στο αίσθημα της ατομικής και εθνικής ενδυνάμωσης: «Εμείς μπορούμε να φύγουμε χωρίς σοβαρές συνέπειες, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να φοβάται».

Η ΕΕ βέβαια δεν φαίνεται να φοβάται, και θα ήταν προβληματική η υποχώρηση στις απαιτήσεις του Τζόνσον, ειδικά σε ό,τι αφορά το ζήτημα της Β. Ιρλανδίας. Ο Τζόνσον ζητά να διαγραφεί από την υπάρχουσα συμφωνία αποχώρησης της Μέι το σημείο που αφορά τα σύνορα μεταξύ Β. Ιρλανδίας και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, διακανονισμό που ζήτησε το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο ώστε να μην κλείσουν τα σύνορα μεταξύ των δύο Ιρλανδιών. Εάν αυτά τα σύνορα κλείσουν, η συμφωνία του 1998, που έβαλε τέλος στις εχθροπραξίες μεταξύ Β. Ιρλανδίας και Μεγάλης Βρετανίας, θα καταρρεύσει.

Αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο για το μέλλον των άμεσα εμπλεκομένων χωρών, αλλά βάζει επιπλέον σε κίνδυνο μια ενδεχόμενη εμπορική συμφωνία μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Αμερικής, τον άσο στον οποίο ποντάρουν τόσο ο Τραμπ οσο και ο Τζόνσον. Το Αμερικανικό Κογκρέσο δήλωσε ότι, σε περίπτωση που η σχέση μεταξύ Β. Ιρλανδίας και Ιρλανδίας διαταραχθεί, θα καταψηφίσει την όποια εμπορική συμφωνία. Η αποχώρηση από την ΕΕ έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να προωθήσει μια απόλυτα νεοφιλελεύθερη πολιτική μετά την αποδέσμευση του Ηνωμένου Βασιλείου από το νομοθετικό ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ. Τα κεντρικά σημεία μιας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών έχουν να κάνουν λιγότερο με δασμούς σε προϊόντα (θέμα στο οποίο αρέσκονται να αναφέρονται οι υποστηρικτές του Brexit, μιας και είναι λιγότερο προβληματικό) και πολύ περισσότερο με ρυθμίσεις που αφορούν τις προδιαγραφές τροφίμων, τη διαχείριση των δημόσιων υπηρεσίων και την αντιμετώπιση των ξένων επενδυτών.

Δυστυχώς το Εργατικό Κόμμα δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει την επέλαση της άκρας Δεξιάς (γιατί αυτήν αντιπροσωπεύει ο Τζόνσον, αν και η περίπτωσή του είναι πιο πολύπλοκη). Για πολλοστή φορά, συνεργάτες του Τζ. Κόρμπιν όπως ο Τζον Μακ Ντόνελ προσπαθούν να πείσουν το εκλογικό σώμα ότι οι Εργατικοί τάσσονται υπέρ της παραμονής (και να ανακτήσουν έτσι τους ψηφοφόρους που πήγαν στους Φιλελεύθερους Δημοκράτες) και την επόμενη ακριβώς στιγμή βρίσκονται αντιμέτωποι με δηλώσεις του Κόρμπιν και κάποιων συμβούλων του (που είναι υπέρ της αποχώρησης από τη «νεοφιλελεύθερη ΕΕ») οι οποίες είναι λιγότερο κατηγορηματικές. Ίσως γιατί οι σύμβουλοι του Κόρμπιν (οι οποίοι προέρχονται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Μεγάλης Βρετανίας) πιστεύουν ότι, σε περίπτωση εκλογών, η δημοκρατική ψήφος θα συσπειρωθεί υπέρ των Εργατικών και κατά του Τζόνσον, ενώ ταυτόχρονα θα έχουν την ευκαιρία να αποδεσμευτούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Εργατικό Κόμμα πάντως  ούτως ή άλλως δεν είναι ο κύριος ρυθμιστής των εξελίξεων αυτή τη στιγμή. Τόσο η υπονόμευση του αρχηγού των Συντηρητικών όσο και η προκήρυξη εκλογών θα εξαρτηθούν από τους μετριοπαθείς κύκλους στο εσωτερικό του Συντηρητικού Κόμματος. Αν υπάρξουν διασπάσεις, ίσως το Εργατικό Κόμμα καταφέρει να επωφεληθεί. Στην πολιτική, εξάλλου, η στρατηγική υπεροχή είναι συχνά λιγότερο θέμα ευφυούς σχεδιασμού και περισσότερο αναμονής και εκμετάλλευσης των λαθών του αντιπάλου.