Την τελευταία δεκαετία, λόγω και των μεσοπρόθεσμων επιπτώσεων της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, το ζήτημα του τραπεζικού αποκλεισμού απασχολεί ολοένα και περισσότερο τη δημόσια συζήτηση.

Καθώς η πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες συνιστά βασικό στοιχείο «ομαλής» κοινωνικοοικονομικής ένταξης, ο περιορισμός της έκτασης του φαινομένου θεωρείται κρίσιμος για την εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέχει μια σειρά θεσμικών εργαλείων για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου προστασίας των πολιτών, ενώ τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο πληθαίνουν αφενός οι φορείς και τα δίκτυα και αφετέρου οι πρωτοβουλίες κρατών-μελών για τη χάραξη και προώθηση μέτρων πολιτικής με στόχο τον περιορισμό του φαινομένου. Αντίθετα, πολύ περιορισμένες είναι οι σχετικές παρεμβάσεις στον ευρωπαϊκό Νότο, παρότι, λόγω των εκτεταμένων αναδιαρθρώσεων στα τραπεζικά συστήματα των χωρών αυτών, το πρόβλημα εμφανίζεται εδώ με ιδιαίτερη οξύτητα.

Στην Ελλάδα της κρίσης η τραπεζική παρουσία καταγράφει φθίνουσα πορεία: Από το 2008 έως το 2016 τα αυτόματα μηχανήματα ανάληψης μετρητών των τραπεζών (ΑΤΜ) μειώθηκαν κατά 28%, ενώ τα τραπεζικά καταστήματα κατά 44%, στερώντας από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, σε αγροτικές ιδίως περιοχές, τη δυνατότητα φυσικής πρόσβασης σε τραπεζικές υπηρεσίες και προϊόντα.

Για τον λόγο αυτό, κρίνεται σήμερα περισσότερο αναγκαία από ποτέ η χάραξη μιας δημόσιας πολιτικής για την τραπεζική ένταξη, βάσει των επιτυχημένων παραδειγμάτων άλλων χωρών και με τη συμμετοχή του συνόλου των αρμόδιων θεσμικών φορέων και εθνικών αρχών, επαγγελματικών και καταναλωτικών ενώσεων και των τραπεζών.

 

Μελέτη από τη Ρέα-Πανωραία Σούηδα*

* Διοίκηση Επιχειρήσεων, Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνεταιριστικών Τραπεζών