Του Γιώργου Καπόπουλου*

Όντως έχουν ωριμάσει οι συνθήκες μιας σε οριακή κατάσταση Eυρωζώνης, μιας Eυρωζώνης με αβέβαιο μέλλον να συζητηθούν και να υιοθετηθούν εναλλακτικές πολιτικές.

Tο ερώτημα είναι εάν αυτό θα γίνει προληπτικά και συναινετικά από τις ηγεσίες της Γαλλίας και Γερμανίας ή θα εξαναγκαστούν οι πρόμαχοι του στάτους κβο από κάποιους αδύναμους κρίκους της Eυρωζώνης και όταν λέω αδύναμους κρίκους, εννοώ την Ιταλία και την Ισπανία. Κατ’ αρχήν αυτή τη στιγμή υπάρχει μια τάση και μια δυναμική σταθεροποίησης του Μακρόν στις βουλευτικές εκλογές, εάν δεν υπάρξει κάποια ανατροπή, οι δημοσκοπήσεις δίνουν 33% στην παράταξη που σχημάτισε ο Μακρόν, 20% στη Δεξιά των Ρεπουμπλικανών, 18% στο Εθνικό Μέτωπο της Λε Πεν, 15% στην Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν και 7 % στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ή ό,τι έχει μείνει από αυτό.

Αυτή η σταθεροποίηση δίνει λογικά στο Μακρόν τη δυνατότητα να επιχειρήσει αυτήν την εξισορροπημένη πολιτική που έχει εξαγγείλει: Από τη μία, μεταρρυθμίσεις νομοθετικές, που να δείχνουν την τόλμη της Γαλλίας να γίνει ανταγωνιστική – έτσι λέει ο Μακρόν- και από την άλλη, πίεση προς την Γερμανία, ώστε να υπάρξει πολιτική πλαισίωση και πολιτική διαχείριση της Ευρωζώνης.

Σε αυτό το στοίχημα παίζει ο Μακρόν, στην αρχή της θητείας του, όλη του την αξιοπιστία, διότι πολύ απλά αυτό το έργο, η γαλλική κοινή γνώμη, το έχει δει άπειρες φορές. Με αυτή τη διπλή στρατηγική εξελέγη ο Σιράκ το 1995: Mεταρρυθμίσεις, προσαρμογή του άκαμπτου λαϊκού μοντέλου στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης, δημοσιονομική ευταξία και πίεση για πολιτική πλαισίωση  του μελλοντικού κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Στην ίδια βάση  εξελέγη και επιχείρησε να κινηθεί ο Σαρκοζί το 2007 μέχρι τη πλήρη συνθηκολόγηση του στη Μέρκελ στο Ντοβίλ τον Οκτώβριο του 2010, μια συνθηκολόγηση που δημιούργησε το πρώτο ντόμινο αποσταθεροποίησης της Ευρωζώνης, ενώ την ίδια εξισορρόπηση είχε υποσχεθεί ο Ολάντ μετά το 2012.

Το στοίχημα Μακρόν

Άρα ο Μακρόν δεν έχει περιθώρια επικοινωνιακών ελιγμών. Έχει ανάγκη ουσιαστικής εξισορρόπησης, αλλιώς η κατάρρευση της αξιοπιστίας του, η κατάρρευση της εμπιστοσύνης της γαλλικής κοινής γνώμης στις βουλευτικές εκλογές θα είναι πολύ πιο γρήγορη από αυτή των προκατόχων του. Ο κορμός των προτάσεων του Μακρόν είναι η δημοσιονομική διακυβέρνηση της Ευρώπης, ή ένα υπουργείο Οικονομικών της Ευρώπης και το Κοινοβούλιο του Ευρώ.

Αυτά τα σχέδια τα έχουν επεξεργαστεί τα τελευταία δύο χρόνια δύο think tank, το Glienicker Group στο Βερολίνο και το Eiffel Group στο Παρίσι. Το Κοινοβούλιο της Ευρωζώνης έχει επεξεργαστεί σε δύο εκδοχές: Είτε ως παράρτημα του Eυρωκοινοβουλίου, με μέρος αντιπροσωπείας των χωρών που μετέχουν στο Ευρωκοινοβούλιο και μετέχουν και στην Ευρωζώνη είτε με εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων των χωρών του Ευρώ.

Βέβαια, η Γαλλία έχει και μια εναλλακτική λύση, στην οποία ο Μακρόν παίρνει τη σκυτάλη από τον Ολάντ και κανείς δε ξέρει αν είναι παράκαμψη, έξοδος κινδύνου ή παγίδα. Τι λέει η λογική αυτής της εναλλακτικής λύσης, το σχέδιο Β, σε περίπτωση που οι πολιτικές συνθήκες στη Γερμανία μετά τις εκλογές δεν επιτρέψουν διαπραγμάτευση προς αυτή τη κατεύθυνση;

Ας αρχίσουμε την πολιτική συνεργασία και τη πολιτική από όσα πεδία δεν αποτελούν ταμπού για τη Γερμανία όπως η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα ή η αντιμετώπιση του προσφυγικού και της μετανάστευσης και αργά ή γρήγορα θα κυκλώσουμε την ημιτελή Ευρωζώνη, ως ένα κενό πολιτικής ενοποίησης. Το πρόβλημα είναι ότι η Γερμανία αντιμετωπίζει τις γαλλικές προτάσεις από δύο διαφορετικές θέσεις: Η μία είναι αυτή του Σόιμπλε, που λέει ότι όλα αυτά θέλουν αναθεώρηση των συνθηκών, να συμφωνήσουν και οι 27, κάτι που είναι αδύνατον με τα σημερινά δεδομένα. Η άλλη πλευρά λέει ότι όλα αυτά μπορούν να γίνουν στο πλαίσιο ενισχυμένων συνεργασιών που προβλέπει η συνθήκη της Λισαβόνας και άρα, το διαδικαστικό είναι θέμα «πολιτικής βούλησης».

Ακαμψία στη Γερμανία

Την ίδια στιγμή που η Γαλλία έχει ως μονόδρομο εκτόνωσης της έντασης και της κοινωνικής οργής -όπως αυτή εκφράστηκε παραστατικά στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών- να δώσει στη κοινή γνώμη την αίσθηση μιας προοπτικής εναλλακτικών πορειών για το μέλλον της Ευρωζώνης, την ίδια στιγμή οι δημοκοπικές καταγραφές στη Γερμανία δημιουργούν απαισιοδοξία.

Όπως θυμάστε, ξεκινήσαμε με εκτίναξη του Μάρτιν Σουλτς στις αρχές του χρόνου και με σενάρια συνασπισμού «κόκκινων» Σοσιαλδημοκρατών/Αριστεράς/Πρασίνων. Πήγαμε στο σενάριο μεγάλου συνασπισμού με μείζονα εταίρο τους Σοσιαλδημοκράτες και ήσσονα εταίρο τους Χριστιανοδημοκράτες, μετά γυρίσαμε σε σενάρια μεγάλου συνασπισμού με μείζονα εταίρο τους Χριστιανοδημοκράτες και ήσσονα τους Σοσιαλδημοκράτες, αλλά με ενισχυμένη τη θέση των τελευταίων. Τώρα, στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, συζητάμε για οπισθοδρόμηση στο σενάριο της περιόδου 2009-2013 με συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών, οι οποίοι επανακάμπτουν με υψηλά ποσοστά στην Ομοσπονδιακή Βουλή, από όπου είχαν αποκλειστεί στις εκλογές του 2013.

Έτσι όπως είναι οργανωμένη η πολιτική ατζέντα της Ευρώπης, έτσι όπως μεσολαβούν οι διακοπές, με τις εκλογές στη Γερμανία να διεξάγονται στο τέλος του Σεπτέμβρη και με τις μετεκλογικές διαβουλεύσεις να διαρκούν συνήθως έναν με δύο μήνες, είναι πολύ δύσκολο να δει κανείς τη δημιουργία προϋποθέσεων, προκειμένου να υπάρξει έστω και τυπικά, έστω κι ως επικοινωνιακή σκηνοθεσία, η έναρξη ενός συνολικού γερμανογαλλικού διαλόγου για μέλλον της Ευρώπης πριν από το τέλος του χρόνου.

Επιπλέον, να σημειώσουμε ότι απέναντι στις προτάσεις Μακρόν, δεν υπάρχει μόνο μια πολιτική θέση ακινησίας από πλευράς Γερμανίας, αλλά υπάρχει μια τάση ενίσχυσης της ακαμψίας. Είναι γνωστό ότι από τα μέσα του 2015 υπάρχει στο τραπέζι η πρόταση Σόιμπλε για αφαίρεση των αρμοδιοτήτων εποπτείας εφαρμογής των συνθηκών εποπτείας, δηλαδή τήρησης του πλαφόν 3% στα δημοσιονομικά ελλείμματα από την Κομισιόν και υπαγωγή τους στον ESM. Δεν πρόκειται για μια διαδικαστική πρόταση. Σύμφωνα με το σχήμα του Σόιμπλε, ενώ η  Κομισιόν συμψηφίζει πολιτικά τις αποφάσεις που παίρνει σχετικά με την επιβολή ή μη των προστίμων, ζυγίζει δηλαδή το κατά πόσο θα προσμετρήσει πολιτικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα το προσφυγικό, η προσμέτρηση των ελλειμμάτων θα γίνεται σε αυτόματη λογική αλγορίθμων και στην ίδια αυτόματη λογική θα μπαίνουν και οι κυρώσεις.

Αυτή η πρόταση είναι κατατιθέμενη στο τραπέζι. Θα χρησιμοποιηθεί στην προεκλογική εκστρατεία προκειμένου να περιοριστούν οι απώλειες των Χριστιανοδημοκρατών προς τα Δεξιά, δηλαδή προς τους Φιλελεύθερους; Θα συνδέσει ο Σόιμπλε –ή όσοι συμφωνούν μαζί του- τη μελλοντική πολιτική πλαισίωση της Ευρωζώνης με την αποδοχή αυτής της δημοσιονομικής αυστηροποίησης; Δεν μπορεί κανείς να το ξέρει.

Άρα, ο ορίζοντας για έναρξη συζητήσεων γύρω από εναλλακτικές πολιτικές στην Ευρωζώνη είναι, επί του παρόντος και ως το τέλος του χρόνου σκοτεινός, με ζητούμενο τι συσχετισμοί θα προκύψουν από τις γερμανικές εκλογές και με ζητούμενο πόσο αποφασισμένος είναι ο Μακρόν να κρατήσει αυτό το θέμα στην επιφάνεια και στην πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών διαβουλεύσεων, Συνόδων Κορυφής κλπ.

Δύο αστάθμητοι παράμετροι

Σε όλη αυτή τη ψευδαίσθηση ακινησίας και λέμε ψευδαίσθηση, διότι η κοινωνική συμπίεση και δυσαρέσκεια είναι παρούσα και στη Γαλλία και στην Ιταλία και στην Ισπανία και στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, υπάρχουν δυο άγνωστες παράμετροι που μπορούν να προκαλέσουν αποσταθεροποίηση και να θέσουν, με το χαρακτήρα του κατεπείγοντος, μια συζήτηση για το μέλλον της Eυρωζώνης: Αυτές οι παράμετροι λέγονται Ισπανία και Ιταλία.

Στην Ισπανία είδαμε την επανεκλογή στην ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση τον περασμένο Οκτώβριο, όταν διαφώνησε στην ανοχή που πρότεινε η πλειοψηφία των βουλευτών του, δια της αποχής στη ψήφο εμπιστοσύνης στη Δεξιά μονοκομματική κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι. Ο Σάντσεθ τότε εμφανιζόταν να προτιμάει την αναζήτηση διαλόγου με τους Podemos. Η επανεκλογή Σάντσεθ έρχεται ως «επανάληψη» του φαινομένου που είδαμε στην Βρετανία, στους κόλπους των Εργατικών, με την επανεκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν και των όσων διαδραματίστηκαν στο γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, όπου τελικά επικράτησε ο Μπενουά Αμόν παρά τις προσπάθειες του Ολάντ να επιβάλει των πρώην πρωθυπουργό του Μανουέλ Βαλς. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση Ραχόι θα ανατραπεί αύριο το πρωί, αλλά προσθέτει την εξής άγνωστη παράμετρο: Εάν δεν υπάρξει αποσταθεροποίηση τον Σεπτέμβρη στη Μαδρίτη με μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας της Καταλονίας, τότε όλοι προβλέπουν οτι στο πρώτο νομοσχέδιο δημοσιονομικών περικοπών, ο Σαντσεθ θα επιλέξει να καταψηφίσει.

Η εναλλακτική του Ραχόι, εάν δεν θέλει να πάει σε πρόωρες κάλπες, είναι η αναζήτηση πλειοψηφίας στη βουλή. Αυτή η πλειοψηφία υπάρχει: είναι οι Ciudadanos, οι βάσκοι εθνικιστές και μια ομάδα που προβλέπεται να αποσχιστεί από το Σοσιαλιστικό Κόμμα με αφορμή τα τεκταινόμενα.  Εάν γινει αυτό, τότε οι Podemos θα βρεθούν χωρίς εκλογές στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και θα επωφεληθούν από τη δυναμική που προσφέρει ο συγκεκριμένος ρόλος. Ανα πάσα στιγμή, από τότε και μετά, θα είναι πολύ πιθανή μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες ή μια κυβερνητική κρίση στην Ισπανία.

Το δεύτερο και σημαντικότερο εν αναμονή ατύχημα, σε όλες του τις διαστάσεις -δημοσιονομικά, χρηματοπιστωτικά, πολιτικά-  λέγεται Ιταλία. Στην Ιταλία η θητεία της Bουλής λήγει τον Φεβρουάριο του 2018. Το ζητούμενο είναι αν θα προκύψουν συνθήκες που θα επιβάλουν πρόωρες εκλογές. Εκεί έχουμε την εξής εικόνα: Tο Δημοκρατικό Κόμμα του επανεκλεγέντος Ματέο Ρέντσι και η κυβέρνηση του Τζεντιλόνε είναι οι μόνοι που δεν αμφισβητούν το σημερινό στάτους κβο συμμετοχής της Ιταλίας στην Eυρωζώνη. Όλα τα υπόλοιπα κόμματα ή πολιτικά μορφώματα –από το ετερόκλητο λαϊκιστικό κίνημα διαμαρτυρίας του Mπέπε Γκρίλο, τη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, μέχρι τη ρατσιστική Λέγκα του Βορρά- προτείνουν είτε παράλληλο νόμισμα, είτε επιστροφή στη λιρέτα. Για να αποκτήσουμε μια αίσθηση του πόσο έδαφος κερδίζουν στην Ιταλία αυτές οι ιδέες, να αναφέρουμε μόνο ότι υπολογίζεται πως το 40% των μελών της Confindustria –του αντίστοιχου δηλαδή ΣΕΒ- τάσσεται υπέρ παραλλήλου νομίσματος ή επιστροφής στη λιρέτα.

Κατά συνέπεια, ένα ατύχημα στην Ιταλία κατ αρχήν θα είναι σε σχέση συγκοινωνούντων δοχείων με την οριακή ισορροπία στην Ισπανία. Και τα δυο μαζί μπορεί να δημιουργήσουν μια αίσθηση του κατεπείγοντος, προκαλώντας ένα σοκ που θα εξαναγκάσει την ηγεσία της Γερμανίας, όποια και αν είναι τότε, να ανταποκριθεί στη πρόταση της Γαλλίας για μια συνολική επανεξέταση του μέλλοντος και της πολιτικής πλαισίωσης της Ευρωζώνης. Το πρόβλημα δεν είναι εάν ο Μακρόν θα επαναλάβει τα σφάλματα που έκαναν ο Σιράκ, ο Σαρκοζί και ο Ολάντ, που ήταν δηλαδή η λήψη μέτρων και οι περικοπές που εξόργισαν τη κοινωνία, χωρίς τελικά να προκύπτει βήμα προόδου προς μια πολιτική ενοποίηση και πολιτική διαχείριση του κοινού νομίσματος.

Το πρόβλημα είναι ότι εάν δεν κινηθούν η Γαλλία και η Γερμανία προς αυτή τη κατεύθυνση, το ζητούμενο δεν θα είναι πλέον εάν θα επιβιώσει ή εάν θα διαλυθεί η Ευρωζώνη, αλλά το κατά πόσο αυτό θα γίνει συντεταγμένα ή ασύντακτα

*Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος και αναλυτής με μακρά εμπειρία σε διεθνή θέματα. Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί την εισήγησή του στην διάλεξη που διοργάνωσε το Ινστιτούτο ΕΝΑ με θέμα «Από τις γαλλικές στις γερμανικές εκλογές: Οι προοπτικές για την Ευρώπη», στις 25 Μαίου 2017