Ο Δρ. Γιώργος Χαραλάμπους, Ειδικός Επιστήμονας στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, γράφει στο ΕΝΑ για τις Προεδρικές Εκλογές στην Κύπρο, τις στρατηγικές των υποψηφίων και τους άξονες αντιπαράθεσης → 

Μπορείς να μας αναφέρεις τους βασικούς υποψηφίους και τις στρατηγικές τους;

Οι βασικοί υποψήφιοι είναι πέντε. Οι τρεις πιο δημοφιλείς – Νίκος Αναστασιάδης, Σταύρος Μαλάς και Νικόλας Παπαδόπουλος– προέρχονται από τη Δεξιά, την Αριστερά και τον ενδιάμεσο χώρο αντίστοιχα. Οι άλλοι δύο είναι ο Γιώργος Λιλλήκας, που τοποθετείται επίσης στον ενδιάμεσο χώρο, και ο Χρίστος Χρίστου, ηγέτης του ακροδεξιού ΕΛΑΜ, το οποίο από το 2016 κατέχει δύο έδρες (από τις 56) στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Οι στρατηγικές των υποψηφίων δεν διαπνέονται από καινούργια στοιχεία κινητοποίησης ή επικοινωνίας, με εξαίρεση μια γενικότερη προσέγγιση που τονίζει τη διαφορά μεταξύ των «απλών πολιτών» και των «διεφθαρμένων ελίτ», η οποία χαρακτηρίζει όλους τους υποψηφίους, εκτός την κυβέρνηση Αναστασιάδη. Αυτή η εικόνα αντιπαράθεσης μεταξύ των διαπλεκόμενων συμφερόντων, από τη μια, και του λαού, από την άλλη, η οποία αντικατοπτρίζει ένα λαϊκιστικό ρητορικό σχήμα, όλως παραδόξως υιοθετείται ακόμα και από πολιτικούς όπως ο Παπαδόπουλος και ο Λιλλήκας, που  θα μπορούσαν βεβαίως να θεωρηθούν αναπόσπαστο κομμάτι του λεγόμενου κατεστημένου, το οποίο επικρίνουν.

Ποια ήταν τα κύρια διακυβεύματα της προεκλογικής περιόδου;

Όλα τα διακυβεύματα της προεκλογικής περιόδου περιστρέφονται γύρω από τους δύο παραδοσιακούς άξονες κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης – την οικονομία και το Κυπριακό. Δεδομένου ότι η Κύπρος εξήλθε επίσημα από το Μνημόνιο το 2017 (και ως εκ τούτου η ρητορεία περί οικονομικής κρίσης έχει υποχωρήσει με τη βοήθεια των κυρίαρχων ΜΜΕ), επικρατεί το Κυπριακό ως κύριο θέμα των προεκλογικών εκστρατειών, με προεκτάσεις που αφορούν την ενεργειακή πολιτική της Δημοκρατίας στο πλαίσιο της αξιοποίησης των αποθεμάτων φυσικού αερίου που εντοπίζονται στην αποκλειστική της οικονομική ζώνη (ΑΟΖ). Οι υποψήφιοι της Αριστεράς και του ενδιάμεσου χώρου προσομοιάζουν όσον αφορά τις προγραμματικές τους θέσεις σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, νεο-Κεϋνσιανές στη μορφή και στην ουσία. Στο Κυπριακό η Αριστερά είναι εμφανώς υποστηρικτική της συνέχισης των συνομιλιών και της ταχείας εξεύρεσης λύσης στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας (ΔΔΟ), αναγνωρίζοντας τον ορατό κίνδυνο ενός διχοτομικού μέλλοντος. Ο ενδιάμεσος χώρος και η Ακροδεξιά είναι πλήρως απορριπτικοί, στη βάση της πρόταξης του εθνικού φρονήματος, της πεποίθησης ότι η Τουρκία είναι μονίμως «αδιάλλακτη» και μιας «μονοκοινοτικής ανάγνωσης» του Κυπριακού, που αποκλείει και περιθωριοποιεί την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η Δεξιά (η παρούσα κυβέρνηση δηλαδή) ακροβατεί μεταξύ ενός προσώπου φιλικού προς τους έξωθεν διπλωματικούς κύκλους και της εθνικιστικής ρητορείας και δραστηριότητας που επιδιώκει να καλύψει τη συντηρητική πτέρυγα του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΔΗΣΥ) και να περιορίσει ενδεχόμενες απώλειες λόγω του Κυπριακού προς το Κέντρο και την Ακροδεξιά.

Τί μπορεί να προσδοκά το ΑΚΕΛ από τις εκλογές;

Όχι πολλά, αν οι δημοσκοπήσεις είναι ενδεικτικές των εκλογικών δυναμικών που θα σχηματοποιήσουν τα αποτελέσματα του πολιτικού ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, διαφαίνεται ότι ο υποψήφιος του ΑΚΕΛ δεν θα καταφέρει μάλλον να κερδίσει την προεδρία, παρόλο που κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου έχει καλύψει τη διαφορά που τον χώριζε από τον Νικόλα Παπαδόπουλο και άρα, άνευ απροόπτου, θα είναι αυτός που θα περάσει στον δεύτερο γύρο μαζί με τον νυν πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη. Επί της ουσίας, το ΑΚΕΛ ακόμα προσπαθεί να επανέλθει στα επίπεδα συσπείρωσης και εκλογικών αποτελεσμάτων που παρατηρούνταν πριν από τη διακυβέρνηση Χριστόφια (2008-2013), την πρώτη φορά της ελληνοκυπριακής Αριστεράς στην εκτελεστική εξουσία. Λόγω εκείνης την πενταετίας, το ΑΚΕΛ έχασε δεκάδες χιλιάδες ψήφους –κυρίως προς την αποχή– στις ευρωεκλογές του 2014 και στις βουλευτικές εκλογές του 2016. Αυτό το ρεύμα αποξένωσης μεγάλης μερίδας της Αριστεράς έχει εν μέρει αντιστραφεί μετά από πέντε χρόνια δεξιάς κυβέρνησης και ελαφριάς ριζοσπαστικοποίησης του ΑΚΕΛ, αλλά ίσως όχι σε βαθμό που να επιτρέπει στην Αριστερά να ελπίζει στην κατάληψη της εξουσίας στο άμεσο μέλλον.