Ο πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος, Δημήτρης Ραπίδης, γράφει στο ΕΝΑ για την ανάγκη ενός καθαρού προγραμματικού λόγου των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων της Ευρώπης απέναντι στην προσπάθεια καπηλείας διαχρονικών προταγμάτων τους από την ακροδεξιά και λαϊκιστική ρητορική 

Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που έχουν να αντιμετωπίσουν οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη είναι η υιοθέτηση βασικών στοιχείων του προγραμματικού τους λόγου από τα ακροδεξιά και λαϊκιστικά σχήματα. Το είδαμε να συμβαίνει στη Γερμανία με το κόμμα της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD), το είδαμε στις γαλλικές προεδρικές εκλογές με το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν, όπως επίσης και στη Μεγάλη Βρετανία με το UKIP, με αφορμή το δημοψήφισμα για το Brexit.

Η πρακτική που αναπτύσσουν τα ακροδεξιά μορφώματα συνίσταται στην ενσωμάτωση κεντρικών πολιτικών θέσεων που αφορούν κυρίως στον οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και στην κριτική απέναντι στο ασκούμενο μοντέλο οικονομικής πολιτικής. Η ρητορική των αριστερών και προοδευτικών κινημάτων και πολιτικών κομμάτων εστιάζει στα δομικά προβλήματα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, στις κοινωνικές συνέπειες των πολιτικών λιτότητας, στο μείζον θέμα της φοροδιαφυγής και στο έλλειμμα διαφάνειας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.

Τα ακροδεξιά κόμματα, ιδίως αυτά που διεκδίκησαν με επιτυχία ισχυρή εκπροσώπηση σε εθνικά κοινοβούλια, ακολουθούν τη συνταγή της «ενσωμάτωσης», προσθέτοντας βασικά στοιχεία της δικής τους ρητορικής όπως οι ξενοφοβικές αναφορές και ο ρατσιστικός λόγος απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Το AfD εξελέγη με αυτό το μείγμα ρητορικής, ενώ και οι αναφορές της Λεπέν είχαν στοιχεία «παντρέματος» αριστερής και ακροδεξιάς ρητορικής.

Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος, κυρίως οι νεότερες ηλικιακές ομάδες, δυσκολεύονται να διακρίνουν τις μείζονες ιδεολογικές διαφορές μεταξύ Ακροδεξιάς και Αριστεράς. Έρευνες που διεξήγαγαν πλατφόρμες και εταιρίες ερευνών κοινής γνώμης σε κράτη-μέλη της ΕΕ μεταξύ 2014 – 2016 επαληθεύουν αυτή την τάση, η οποία επιβεβαιώνεται και από τα ποιοτικά στοιχεία των μετακινήσεων ψηφοφόρων τόσο στις γερμανικές όσο και στις πρόσφατες ιταλικές εκλογές. Το ΑfD και η Λέγκα του Βορρά κατάφεραν να αποσπάσουν, κατά μέσο όρο, ένα 30% περίπου ψηφοφόρων που υποστήριξαν αριστερά ή κεντροαριστερά κόμματα στις προηγούμενες εκλογές. Οι ομοιότητες σε διαφορετικά εθνικά πλαίσια και πολιτικά ακροατήρια καταδεικνύουν μια τάση που αναπτύσσεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική και απαιτεί την ανάληψη συγκεκριμένης πολιτικής δράσης εκ μέρους των προοδευτικών δυνάμεων.

Ένα ακόμη στοιχείο που προκαλεί σύγχυση σε συγκεκριμένες εκλογικές ομάδες ως προς την επιλογή ψήφου είναι η έμμεση απενοχοποίηση της ακροδεξιάς ρητορικής και του ρατσιστικού λόγου, κυρίως από τα ΜΜΕ. Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί από το 2006 στη Γαλλία αλλά και στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ στην Ελλάδα κλιμακώνεται συστηματικά από το 2012 και μετά με την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή. Η απενοχοποίηση του ρατσιστικού λόγου λειτουργεί προς όφελος των ακροδεξιών και ρατσιστικών μορφωμάτων, καλλιεργώντας συνθήκες ισοπέδωσης και απαξίωσης της πολιτικής ζωής και των ιδεολογικών ρευμάτων συνολικά.

Σε αυτό το πλαίσιο, η μεγάλη πρόσκληση για τις αριστερές και προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις είναι η διαμόρφωση ενός καθαρού προγραμματικού λόγου με διακριτές ιδεολογικές αναφορές και συγκεκριμένες προτάσεις. Παράλληλα, εξαιρετικά σημαντική είναι η διαρκής επίκληση της συλλογικής μνήμης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί ιστορικά στα κράτη-μέλη και στην ΕΕ, και των επιπτώσεων των ακροδεξιών και εθνικιστικών πολιτικών στη σταθερότητα, την ειρήνη και την κοινωνική ευημερία, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γίνεται μια συστηματική προσπάθεια, στο πλαίσιο της «Προοδευτικής Συμμαχίας» (ομάδα ευρωβουλευτών προερχόμενων από τις κοινοβουλευτικές ομάδες της Αριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας και των Πρασίνων) και του Ευρωπαϊκού Προοδευτικού Φόρουμ, για να νοηματοδοτηθούν εκ νέου οι ιδρυτικές αξίες της ΕΕ και να εμπλουτισθεί ο δημόσιος διάλογος με στοιχεία που απαντούν στα βασικά διακυβεύματα της κοινωνικής ατζέντας και στην «επόμενη ημέρα» της ΕΕ. Αυτές οι προσπάθειες πρέπει να συνεχισθούν και σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ώστε να καλλιεργηθούν οι συνθήκες για τον ιδεολογικό και πολιτικό παροπλισμό των ακροδεξιών δυνάμεων στις επόμενες ευρωεκλογές.